Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη 23.05.2023
Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα αποκλείουν καταρχήν λογικές και γενικευμένες ερμηνείες. Πρόκειται, όντως, για χάος, καθώς η μία ερμηνεία ακυρώνεται από την αμέσως επόμενη. Ωστόσο, θα προσπαθήσω να ρίξω κάποιο φως:
Η πρώτη διαπίστωση αφορά την ύπαρξη κραυγαλέας ασυμφωνίας ανάμεσα στο εκλογικό αποτέλεσμα και στην ελληνική πραγματικότητα της τελευταίας τετραετίας.
Πράγματι, διερωτάται κανείς με ποιο σκεπτικό ανταμείφθηκε η κυβέρνηση της προηγούμενης τετραετίας, και μάλιστα με ποσοστό ανώτερο του προηγούμενου, δεδομένου ότι ουδέν από τα βασικά προβλήματα, εθνικά, οικονομικά, ευρωπαϊκά και διεθνή έτυχαν ικανοποιητικής αντιμετώπισης ή επίλυσης.
Τα ατοπήματα των κρατούντων υπερέβησαν κατά πολύ τα αναπόφευκτα ανθρώπινα λάθη, αγγίζοντας σε αρκετές περιπτώσεις ανεπίτρεπτη ανεπάρκεια, όπως στο τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, όπως στην αγόγγυστη υποτέλεια στο άθλιο περιεχόμενο των μνημονίων, όπως στην πρόθυμη εκποίηση του δημόσιου πλούτου, όπως στη μη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, όπως στην αβάσιμη αποδοχή της υπόθεσης βιώσιμης οικονομίας παρότι βασίζεται κατά 85% στον τουρισμό, όπως στη φανατική εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού, όπως στην ουσιαστική απεμπόληση της διεκδίκησης των γερμανικών χρεών, όπως στη φανατική εξυπηρέτηση των δυτικών θέσεων στον πόλεμο της Ουκρανίας, όπως στις εκτεταμένες υποκλοπές κ.ο.κ..
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι τα συστημικά ΜΜΕ εμφάνιζαν δήθεν κυβερνητικές επιτυχίες, αποκρύπτοντας ή αλλοιώνοντας σημαντικές λεπτομέρειες, για κάθε περίπτωση. Ωστόσο, κατά την κρίση μου, είναι άχαρη όσο και καταστροφική η αποδοχή του επιχειρήματος ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν ανίκανη να αντιληφθεί ότι τα πάντα κατέρρεαν και συνεπώς να ενστερνιστεί την παραποιημένη εικόνα της πραγματικότητας, που είχαν μονίμως αναρτημένη τα συστημικά ΜΜΕ. Και τούτο διότι η αντίδραση εναντίον των κακώς εχόντων ήταν εμφανής και διαχρονικά ανερχόμενη.
Πρώτοι οι ταξιτζήδες, που θεωρούνται καλά πληροφορημένοι για το εκάστοτε κλίμα που επικρατεί, λόγω του ότι έρχονται σε επαφή με πελάτες όλων των εισοδηματικών τάξεων, τον τελευταίο καιρό επεδίωκαν συζήτηση, προκειμένου να μεταφέρουν την έντονα επικρατούσα δυσαρέσκεια των πελατών τους και την εναγώνια προσμονή τους για εκλογές, από τις οποίες ανέμεναν την επιθυμητή ανατροπή.
Επιπλέον, οι αναλύσεις πολιτικές, οικονομικές, γεωπολιτικές, και όχι μόνο στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο αλλά και σε μη συστημικά κανάλια και ραδιοφωνικές εκπομπές είχαν, σαφώς, εντατικοποιηθεί τον τελευταίο καιρό, προβάλλοντας τα αδιέξοδα της χώρας μας, σε όλους τους τομείς και υπογραμμίζοντας την ανάγκη πολιτικής αλλαγής.
Αλλά πως καταχωνιάστηκε αυτή η αντίδραση;
Να παρατηρήσω, καταρχήν, ότι το αλλοπρόσαλλο αυτό εκλογικό αποτέλεσμα, που δικαιολογημένα δεν κατέστη δυνατόν να καταγραφεί από τα προγνωστικά, ενθαρρύνει έντονη συνωμοσιολογία, περί εκτεταμένης νοθείας. Δεν θα σταθώ ωστόσο εδώ, όχι μόνο επειδή αποτελεί πεποίθησή μου ότι η δυσκολία εφαρμογής της καταρχήν την αποκλείει, όχι μόνο γιατί αν ήταν εφικτή θα είχε εφαρμοστεί και το 2015, προκειμένου να αποφευχθεί η άγαρμπη μεταβολή του Οχι σε Ναι, όχι μόνο γιατί θα φρόντιζαν να μην φαίνεται τόσο απίστευτο το αποτέλεσμα, αλλά και γιατί είναι αναπόδεικτη. Δεν παύει, ωστόσο, η ταχεία όπως φαίνεται διασπορά αυτής της υπόθεσης να κινδυνεύει να δημιουργήσει ανωμαλίες και αστάθειες στο διάστημα της προσεχούς τετραετίας, παρότι προς το παρόν κανένα αντιπολιτευόμενο κόμμα δεν την έχει επικαλεστεί.
Αφήνοντας, έτσι, έξω, την πιθανότητα νοθείας, μια από τις κορυφαίες πιθανές ερμηνείες αυτής της καταρχήν ανεξήγητης κατάστασης, μεμονωμένη ή σε συνδυασμό και με άλλες, είναι η ουσιαστική έλλειψη αντιπολίτευσης στα μεγάλα και στα μικρότερα προβλήματα της πατρίδας μας. Εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, η αντιπολίτευση ήταν ανύπαρκτη στην τετραετία που πέρασε, έτσι που η αδράνειά της επαναφόρτιζε μνήμες της προδοτικής συμφωνίας των Πρεσπών και του Οχι που έγινε Ναι.
Τα προγράμματα, εξάλλου, για αλλαγές της αντιπολίτευσης δεν ήταν αρκετά δουλεμένα, ήταν εμφανώς μη πραγματοποιήσιμα και πάνω από όλα δεν περιλάμβαναν την προσπάθεια επίλυσης βασικών προβλημάτων για την επιβίωση της Ελλάδας, όπως η επιτακτική ανάγκη βελτίωσης των όρων των μνημονίων, όπως η απαίτηση διεκδίκησης των γερμανικών χρεών, όπως η υιοθέτηση μιας πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, όπως ο σχεδιασμός μιας μακρόχρονης αναπτυξιακής πολιτικής. Συνεπώς, η επιθυμία μεγάλου τμήματος του λαού για αλλαγή αποδείχθηκε χωρίς αποδέκτη, κάτι που όπως φαίνεται έγινε συνειδητό όσο πλησίαζαν οι κάλπες.
Η συνειδητοποίηση των ψηφοφόρων, σχετικά με την ανυπαρξία πολιτικών, που να εμπνέουν εμπιστοσύνη ότι θα μπορούσαν να φέρουν σε αίσιο πέρας τις απαιτούμενες αλλαγές, φαίνεται να τους οδήγησε στις ακόλουθες δύο παραδοχές:
πρώτον ότι, με τις υπάρχουσες συνθήκες, η εμμονή στην υλοποίηση αλλαγών είναι άκρως επικίνδυνη, και θα πρέπει να εγκαταλειφθεί και
δεύτερον, ότι δεν υπάρχει προς το παρόν ελπίδα για καλύτερες συνθήκες στην προσεχή τετραετία, και συνεπώς παραμένουμε στην καταχνιά.
Συνοπτικά, οι ψηφοφόροι λειτούργησαν με βάση την παραδοχή ότι, ουσιαστικά, δεν υπάρχει αντίπαλος εναντίον του κ.Μητσοτάκη, ενώ αντιθέτως τα προγνωστικά του εκλογικού αποτελέσματος έπεσαν έξω επειδή βασίστηκαν στην ύπαρξη κορυφαίας αντίδρασης μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων, αλλά δεν έλαβαν υπόψη την ανυπαρξία αυτών, που θα αναλάμβαναν να την αντιμετωπίσουν.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι πως θα ελεγχθεί αυτή η χειμαρρώδης λαϊκή αντίδραση, που όπως όλα δείχνουν θα εντατικοποιηθεί, λόγω των δυσμενών διεθνών, ευρωπαϊκών και ελληνικών εξελίξεων, στο άμεσα προσεχές μέλλον. Με πρώτη την επάνοδο σε σκληρή λιτότητα, που θα καταστήσει αυτόματα μη εφαρμόσιμες τις σχετικές πρωθυπουργικές εξαγγελίες.