Ο Emmanuel Macron, ως επισκέπτης της χώρας μας την περασμένη εβδομάδα, φάνηκε άνθρωπος ευχάριστος στις συναναστροφές του, καλλιεργημένος και επιπλέον υπερήφανος επειδή εντρύφησε στην αρχαία ελληνική ιστορία, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλους τους μορφωμένους Γάλλους.
Αναζητώντας προβλήματα (όπως είθισται), σχετικά με την επίσκεψη αυτήν, σπεύδω να τονίσω ότι αυτά δεν βρίσκονται στην πλευρά του Γάλλου προέδρου, αλλά δυστυχώς σε αυτήν της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Η Κυβέρνηση, αλλά σε σημαντικό βαθμό και η αντιπολίτευση, είχαν μεγάλες προσδοκίες από την επίσκεψη αυτή, και παραδόξως με το τέλος της φάνηκαν εξαιρετικά, αλλά όμως παντελώς αδικαιολόγητα ικανοποιημένοι. Ας δούμε, λοιπόν, τι έφερε στην Ελλάδα ο Γάλλος πρόεδρος με την ομιλία του, και ποιά θα όφειλε να είναι η απάντηση της Κυβέρνησης, και γιατί όχι και της αντιπολίτευσης, που δυστυχώς δεν ήταν.
Α. Η ομιλία
Η ομιλία του κ. Macron, αν εξαιρέσει κανείς τις αναφορές του στα επιτεύγματα των προγόνων μας, αλλά και την πολύ επιτυχημένη προσπάθεια να απευθύνει χαιρετισμό στα ελληνικά, ήταν γενικόλογη και δεν περιέλαβε καμία συγκεκριμένη υπόσχεση, σχετικά με την ελάφρυνση των δεινών που η ΕΕ επιβάλλει, εδώ και περίπου 8 χρόνια, στην Ελλάδα. Βέβαια, ο Γάλλος πρόεδρος αναφέρθηκε στα ελληνικά μαρτύρια, αλλά αν δεν κάνω λάθος, διέκρινα και κάποια νότα έυφημης μνείας προς την Κυβέρνησή μας, επειδή φρόντισε να πείθει το λαό περί της αναγκαιότητας, όσο και της δήθεν ωφελιμότητας τους.
Ο κ. Macron, ήταν απολύτως ξεκάθαρος, ακριβώς άλλωστε όπως και ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, για το ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για “ελάφρυνση του χρέους”, πριν ολοκληρωθούν οι “μεταρρυθμίσεις”. Για τον κ. Macron, που όχι μόνον είναι ένας από τους εκλεκτούς των διεθνών τραπεζιτών αλλά, όπως δηλώνει με κάθε ευκαιρία, και ο ίδιος είναι φιλελεύθερος, οι “μεταρρυθμίσεις” αποτελούν τη ναυαρχίδα της κοσμοθεωρίας του. Δεδομένου ότι ο κόσμος μας διαθέτει δύο, και μόνο δύο μακροοικονομικά συστήματα, το φιλελεύθερο και το παρεμβατικό, σε καμιά περίπτωση δεν είναι επιλήψιμη αυτή η επιλογή του. Με την απαραίτητη βέβαια προσθήκη ότι η ομαλή λειτουργία των οικονομιών απαιτεί τη συνδυασμένη εφαρμογή τους, και όχι τη δογματική επιβολή του ενός, με αποκλεισμό του άλλου. Θα ήταν, γι’αυτό, ενδιαφέρον αν ο κ. Macronέκανε κάποιες διευκρινήσεις, για το είδος αυτών των “μεταρρυθμίσεων”, που και ο ίδιος, μαζί με τον Γερμανό ΥΠΟΙΚ, θεωρούν ως προϋπόθεση για να δει “άσπρη ημέρα” η χώρα μας. Η αλήθεια είναι ότι ουδείς από Κυβέρνηση ή αντιπολίτευση, αλλά ούτε και από την πλευρά των “εταίρων μας”, έκρινε ποτέ απαραίτητο, στο διάστημα των 8 τελευταίων δραματικών ετών, να μας κατατοπίσει, για το τι περιλαμβάνουν αυτές οι μυθοποιημένες “μεταρρυθμίσεις”, τι ακριβώς αναμένεται από αυτές, και πότε προβλέπεται ότι θα περατωθούν. Γιατί είναι σαφές ότι η απλή αναφορά σε μεταρρυθμίσεις, χωρίς προσδιορισμό του περιεχομένου τους, ουδέν σημαίνει. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, είναι γνωστό, ότι από την αρχή της κρίσης οι “μεταρρυθμίσεις”, που δεν είναι μεταρρυθμίσεις, περιορίζονται πρώτον, σε σαρωτική κατάργηση του συνόλου των βελτιώσεων, που επέτυχαν οι κοινωνικοί αγώνες των τελευταίων 200 ετών, σχετικά με το μέχρι τότε βάρβαρο περιβάλλον της αγοράς εργασίας, και δεύτερον στο μαζικό ξεπούλημα ολόκληρης της Ελλάδας. Οι Γάλλοι, βέβαια, και ειδικότερα ο οικονομολόγος κ. Macron, γνωρίζουν άριστα ότι αυτά δεν υπάγονται στην κατηγορία των “μεταρρυθμίσεων”, όπως αυτές διδάσκονται εκτενώς στις οικονομικές σχολές της Γαλλίας. Γνωρίζουν επίσης ότι η εξαθλίωση των εργαζομένων καταλήγει σε οικτρά οικονομικά, πέραν των κοινωνικών, αποτελέσματα, καθώς και ότι το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων, νερού, ηλεκτρικού και γενικά εθνικά ευαίσθητων κοινωνικών υπηρεσιών δεν ανήκει στο κεφάλαιο των μεταρρυθμίσεων και είναι ανεπιθύμητη και επικίνδυνη από πολλές πλευρές. Υπάρχει, αντιθέτως, σωρεία πραγματικών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες χρειάζεται κατεπειγόντως η Ελλάδα, αλλά για τις οποίες δεν υπάρχει ενδιαφέρον.
Ένα άλλο σημείο της ομιλίας του Γάλλου προέδρου επικεντρώθηκε στην υπογράμμιση της σημασίας της Ευρώπης, τη συνοχή της που πρέπει να διασώσουμε με κάθε θυσία, ώστε να παίξει το σημαντικό ρόλο που της ανήκει στη διεθνή οικονομική και πολιτιστική σκηνή, και όπου βέβαια η παραμονή της Ελλάδας είναι απολύτως απαραίτητη. Ταυτόχρονα αναγνώρισε (έμμεσα πλην σαφώς), ότι αυτή η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει (διότι προφανώς εμφανίζει πολλά προβλήματα), και να εξελιχθεί σε ομοσπονδιακή, με κύριο εκπρόσωπό της έναν νεοσύστατο υπουργό Οικονομικών της Ευρώπης. Η ιδέα δεν είναι, βέβαια, νέα, αφού σε αυτήν αναφέρεται το σύνολο των ευρωπαϊστών, για να καθησυχάσει τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων πολιτών, μεταξύ των οποίων ο αριθμός των ευρωσκεπτικιστών έχει υπερβεί αυτούς που αποδέχονται τη συνέχισή της ενωμένης Ευρώπης. Εκτός, ωστόσο, από το ότι αυτό το μακρόχρονο όραμα ορθώς χαρακτηρίστηκε από την γερμανική εφημερίδα Die Welt, την επομένη της ομιλίας του Γάλλου προέδρου, ως “αφελής ουτοπία”, υπάρχει σε αυτό ένα φαρμακερό αγκάθι, το οποίο ενστερνίστηκε χωρίς ενδοιασμό ο κ. Macron, και μάλιστα από την πρώτη στιγμή της ανόδου στο αξίωμά του, για το οποίο υπήρξαν πολλές αντιδράσεις στο εξωτερικό (παραδόξως όμως όχι και στην Ελλάδα), και το οποίο αφορά τη μετατροπή της Ευρώπης, που αποτελείται από ίσα κρατη-μέλη (με βάση την ιδρυτική της συνθήκη), σε Ευρώπη πολλών ταχυτήτων. Διερωτώμαι, αν οι επικεφαλής της δικής μας Κυβέρνησης, που με τέτοιο συγκινητικό ενθουσιασμό μίλησαν για την Ευρώπη και για την παραμονή της Ελλάδας, με κάθε θυσία σε αυτήν, έχουν υιοθετήσει χωρίς ενδοιασμό και την περίπτωση της χώρας μας ως πέμπτου τροχού της ευρωπαϊκής άμαξας.
Ο Γάλλος πρόεδρος είναι φυσικό και απολύτως κατανοητό να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πατρίδας του, όπως ο ίδιος τα αντιλαμβάνεται, και συνεπώς να αποφεύγει να πάρει θέσεις, ή να δίνει υποσχέσεις που θα του δημιουργούσαν πρόβλημα με τη Γερμανία. Η αναβίωση του γαλλογερμανκού άξονα βρίσκεται στο επίκεντρο των προσπαθειών ανατροπής του καταρρέοντος καθεστώτος στην Ευρώπη. Η δική μας, όμως, στάση, ή μάλλον των πολιτικών μας, ας μου επιτραπεί να τη χαρακτηρίσω ως ακατανόητη. Με μια λέξη, η τραυματικά υποτελής στάση της ελληνικής κυβέρνησης, ενισχυμένη και από τον, χωρίς λογική εξήγηση, ενθουσιασμό της για τα όσα είπε ο κ. Macron, αποτελεί δυστυχώς απόδειξη της αποδοχής της ελληνικής θέσης ως ΑΠΟΙΚΙΑΣ της Ευρώπης.
Β.Τι θα ήθελαν οι Έλληνες να ακούσουν από τους κυβερνήτες τους, ως απάντηση στον Emmanuel Macron
“Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε της μεγάλης μας φίλης της Γαλλίας,
Είμαστε εξαιρετικά ευτυχείς που σας υποδεχόμαστε στην Ελλάδα, και ευαίσθητοι γιατί διαλέξατε εσείς και η σύζυγός σας τη χώρα μας, για τις πρώτες επίσημες επισκέψεις σας. Σας θεωρούμε φίλο της χώρας μας, γι’ αυτό και πέρα από τις καθιερωμένες φιλιφρονήσεις και επισημότητες, θα σας μιλήσουμε με ειλικρίνεια, για το απαράδεκτο δράμα που ζει ο λαός μας, επί σχεδόν 8 χρόνια, με τη βεβαιότητα ότι θα το μεταφέρετε, με τον τρόπο που εσείς θα επιλέξετε στους λοιπούς εταίρους.
Συμφωνούμε καταρχήν μαζί σας ότι η Ευρώπη θα είναι κρίμα να διαλυθεί, και ότι το ευρώ σε πείσμα των σοβαρών προβλημάτων του θα πρέπει (αν μπορεί, βέβαια, να διασωθεί). Αλλά γι’ αυτό επιβάλλεται να μεταβληθεί εκ βάθρων η Ευρώπη με πορεία προς τους λαούς της, και όχι προς περισσότερη γραφειοκρατία, ελιτισμό και ελαχιστοποίηση της δημοκρατίας. Το εγχείρημα αυτό είναι δύσκολο και στα όρια ίσως του ακατόρθωτου. Ευχόμαστε να το επιτύχετε. Στο μεταξύ, όμως, η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει, γιατί διαλύεται κάτω από το ασήκωτο βάρος μνημονίων που δεν οδηγούν πουθενά, και των οιονεί μεταρρυθμίσεων, που την εξαθλιώνουν καθημερινά. Μην ακούτε κύριε Πρόεδρε, τι υποστηρίζουμε κατά καιρούς για να κατευνάσουμε τη δίκαιη οργή των συμπατριωτών μας. Η Ελλάδα δεν πηγαίνει, και δεν μπορεί να πάει προς το καλύτερο. Στην πραγματικότητα, η ανεργία ανέρχεται, αλλά συγκαλύπτεται από τους μακροχρόνια ανέργους, που απαγοητευμένοι έχουν παύσει να αναζητούν απασχόληση, από τις πολλές χιλιάδες νέων που εγκατέλειψαν την Ελλάδα ελπίζοντας για μια καλύτερη τύχη μακριά της, και κυρίως από την επέκταση ανασφαλών μορφών εργασίας, στις οποίες υπάγοντα και αυτοί που εργάζονται 1-2 ώρες την εβδομάδα, αλλά όμως εκλαμβάνονται ως απασχολούμενοι. Εξάλλου, είστε ο ίδιος οικονομολόγος και συνεπώς γνωρίζετε ότι, όσο και αν είναι επιθυμητή η ανάπτυξη, αποκλείεται ωστόσο να έρθει σε οικονομία στην οποία καταποντίζονται όλες, ανεξαιρέτως όλες, οι αναπτυξιακές ροπές. Να αναφέρω μία που σαφέστατα αρκεί, αυτήν δηλαδή της ζήτησης βασικών ειδών διατροφής, που καταρρέει συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Σε πείσμα, ωστόσο, της εξαθλίωσης των εργαζομένων, μεγάλο τμήμα των οποίων εργάζεται για 200-300Ε το μήνα, συχνά επί 10 ή και 12 ώρες την ημέρα, και σε πείσμα του ότι η αγορά εργασίας (εξαιτίας των “μεταρρυθμίσεων”) έχει μετατραπεί σε ζούγκλα, οι εταίροι μας απαιτούν τη συνέχισή τους, και μάλιστα, δημιούργησαν ζήτημα επειδή η νέα υπουργός Εργασίας προσπάθησε να περάσει κάποιες εντελώς, άλλωστε, οριακές βελτιώσεις σε ένα πρόσφατο σχετικό νομοσχέδιο. Οι φόροι κάθε μορφής, πολλοί ως απόρροια εξημμένης φαντασίας, απομυζούν και την τελευταία ρανίδα της ρευστότητας, από την οικονομία, αποτελειώνοντας το απάνθρωπο αποτέλεσμα της αφαίμαξης τεραστίων διαστάσεων πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία απαιτούν οι εταιροι μας. Οι δρακόντιεις μειώσεις μισθών και συντάξεων συνεχίζονται απτόητες. Τα δημόσια νοσοκομεία δεν έχουν επαρκές προσωπικό, ούτε βασικά φάρμακα και γάζες. Ο αριθμός των λουκέτων των επιχειρήσεων είναι πάγια ανώτερος αυτών που ιδρύονται. Να ξεχάσουμε, λοιπόν, (μεταξύ μας, πάντα) την ανάπτυξη, καθώς η όποιας μορφής επικλησή της, κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα, στερείται στοιχειώδους σοβαρότητας.
Αλλά, χωρίς ανάπτυξη, δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθεί το τεράστιο αυτό χρέος, ούτε στο έτος 3000. Και, εξυπακούεται, ότι μέχρι την αποπληρωμή του 75% του, η Ελλάδα θα είναι υπό επιτήρηση, με κάποια μορφή μνημονίων. Μην πάιρνετε, συνεπώς, εσείς κύριε Πρόεδρε, στα σοβαρά, αυτά που υποστηρίζουμε, ότι δηλαδη η έξοδός μας στις αγορές, θα μας εξασφαλίσει δήθεν και την έξοδο από τα μνημόνια. Αντιθέτως, τότε, θα πληρώνουμε πολύ ακριβότερα τα δάνεια…αλλά τι να κάνουμε, ο λαός έχει ανάγκη από κάποιες ελπίδες, έστω και φρούδες.
Να συμμεριστούμε, λοιπόν, κύριε Πρόεδρε, τον ενθουσιασμό σας για την τωρινή ή για τη νέα Ευρώπη, και να μην προβούμε σε διασπαστικές κινήσεις (που, ωστόσο, επιβαλλονται απολύτως στην περίπτωσή μας). Θα συμφωνήσετε, όμως, ότι ήδη έχουμε κάνει ανείπωτα μεγάλες θυσίες, για το μέγεθος και τις δυνατότητες της μικρής Ελλάδας, προκειμένου να σωθούν οι γαλλικές και οι γερμανικές τράπεζες, και να μη διαλυθεί η Ευρώπη. Θυσίες που κατέστρεψαν ένα ολόκληρο Έθνος και που εξόντωσαν έναν ολόκληρο λαό. Τώρα, όμως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και δεν μπορούμε πια να κοροϊδεύουμε, η ΕΕ και για χατήρι της και εμείς, τον ελληνικό λαό που αργοπεθαίνει με φοβερά μαρτύρια. Η ΕΕ, έστω και χωρίς το ΔΝΤ, οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της, και να παύσει να επιβάλλει προγράμματα και μέτρα στην Ελλάδα, τα οποία ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ ΤΗΣ (και εν γνώσει μας), όχι απλώς είναι καταδικασμένα σε αποτυχία, αλλά επιπλέον ολοκληρώνουν την μέχρι τώρα καταστροφή. Το γνωρίζετε, βέβαια, κύριε Πρόεδρε, ότι από την αρχή της κρίσης και συνέχεια, μας επιβάλλονται προγράμματα λανθασμένα και αδιέξοδα, τα οποία δεν αναθεωρούνται για να μην αναγνωριστεί το λάθος, εννοούμε των εταίρων και του ΔΝΤ. Αυτό το εγκληματικό λάθος, ωστόσο, καυτηριάζεται συνεχώς από μεμονωμένους αξιωματούχους της ΕΕ και του ΔΝΤ, αλλά όμως εξακολουθεί απτόητο σε βάρος της επιβίωσης πια της Ελλάδας.
Η συνεχής αυτή παραπλάνηση δεν συνάδει στον ιστορικό γαλλικό λαό, δεν συνάδει στη Δημοκρατία, που όπως αναφέρατε γεννήθηκε στην Πνύκα, αλλά ούτε και εξυπηρετεί την Ευρώπη. Γιατί αργά ή γρήγορα ο ελληνικός λαός, που είναι έτοιμος, και που δεν έχει να χάσει τίποτε πια, θα ξεσηκωθεί. Γνωρίζετε, εξάλλου, ότι κορυφαίοι οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων και Γάλλοι (χάριν παραδείγματος αναφέρω τον καθηγητή Gerard Lafay) έχουν λάβει σαφέστατη θέση αναλύοντας σε βιβλία και πολυάριθμα άρθρα (το αυταπόδεικτο, άλλωστε), το πως και το γιατί τα μνημόνια και οι “μεταρρυθμίσεις” καταστρέφουν και δεν σώζουν την Ελλάδα.
Αν, λοιπόν, θέλετε να σώσετε την ΕΕ, από τη βέβαιη διάλυση προς την οποία βαδίζει, σας ζητούμε να γίνετε ο πολύτιμος δικός μας πρεσβευτής, και να εξηγήσετε στους λοιπούς μας εταίρους, γιατί τα ευρωπαϊκά προγράμματα προς την Ελλάδα πρέπει κατεπειγόντως και εκ βάθρων να αναθεωρηθούν. Γιατί, ακόμη, πρέπει να σταματήσουν οι κενές περιεχομένου προτροπές προς την ανάγκη πραγματοποίησης οιονεί μεταρρυθμίσεων, και γιατί πρέπει να μελετηθούν σοβαρά οι κατάλληλες εκείνες μεταρρυθμίσεις, χάρη στις οποίες θα μπορεί πραγματικά να βελτιωθεί η ελληνική οικονομία, με βάση την ανάπτυξη και όχι τη συρρίκνωσή της.
Να συνοψίσουμε, κύριε Πρόεδρε. Για την Ελλάδα, μετρά απείρως περισσότερο η δυνατότητά για ανάπτυξη (που τα μημόνια και οι “μεταρρυθμίσεις τής την έχουν αποκλείσει), από την όποιας μορφής ελάφρυνση χρέους. Αν αυτό το χρέος απαλλαχθεί από το επαχθές και απεχθές τμήμα του, και αν επιτραπεί στην Ελλάδα να αναπτυχθεί, δεν θα μας χρειάζονται δάνεια, μνημόνια, αέναες διαπραγματεύσεις και άλλες ανάλογες αθλιότητες. Με ετήσιο αναπτυξιακό ρυθμό 3.5% το χρόνο, που σαφώς μπορούμε να τον επιτύχουμε, θα πληρώσουμε το χρέος μας, σε βάθος χρόνου.
Μια ειλικρινής λύση του ελληνικού προβλήματος είναι τώρα περισσότερο επείγουσα από ποτέ, διότι δεν είναι πια δυνατόν να συνεχίσουμε, στο διηνεκές, τα αφηγήματα περί της ανάπτυξης… που νάτην φάνηκε και νάτην έρχεται. Και ακόμη, κύριε Πρόεδρε, καταλαβαίνετε, ότι η συνέχιση των θανάσιμων θυσιών, που μας ζητάτε είναι παράλογο να έχει ως αντίβαρο τη θέση του αρχαίου δουλοπάροικου, στη νέα Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων που οραματίζεστε.
Ευχαριστούμε που μας ακούσατε,
Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
πρ. πρύτανης και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
πρόεδρος του Ιδρύματος Δελιβάνη