Όλες οι προσμονές, οι ελπίδες και οι υποσχέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων των τελευταίων επτά ετών, σχετικά με τη δυνατότητα της δήθεν ευμενούς έκβασης του χρέους, ήταν καθαρά ουτοπικές, από τη στιγμή που οι δανειστές, στην αρχή της κρίσης, αρνήθηκαν το “κούρεμά” του. Παρότι, αυτή η αλήθεια, ήταν γνωστή σε δανειστές και οφειλέτες, ωστόσο στο διάστημα αυτών των επτά μαρτυρικών ετών στήθηκε στην Ελλάδα ένα θέατρο σκιών, το οποίο ενάλλασσε, συνεχώς το ρεπερτόριο των παραστάσεών του. Οι Έλληνες, όσο το βιοτικό τους επίπεδο καταποντίζονταν, οι περιουσίες τους δημεύονταν, τα παιδιά τους ξενιτεύονταν, οι επιχειρήσεις τους έβαζαν λουκέτο, έπρεπε να βαυκαλίζονται με όνειρα. Και όταν το ένα, από αυτά, αποδεικνύονταν ψεύτικο, έπρεπε αμέσως να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο. Ατέρμονες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, χωρίς περιεχόμενο, ενθουσιασμοί των κυβερνητικών “περί όνου σκιάς”, αναγγελίες επίτευξης θαυμαστών στόχων, που δήθεν μας σώζουν, αλληλοκατηγορίες κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, χωρίς αντικείμενο αποτελούν τον μακρύ και ανούσιο απολογισμό αυτών των επτά ετών της ελληνικής συμφοράς.
Αφού, οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, άφησαν να περάσει, χωρίς αντίδραση, η ευκαιρία ενός πραγματικού “κουρέματος” του χρέους, που ήταν η μοναδική λύση για την Ελλάδα, συναίνεσαν στη συνέχεια υπέρ ενός καταστρεπτικού, από κάθε άποψη, καθυστερημένου κουρέματος, το οποίο ωστόσο παρουσίασαν και εξακολουθούν να παρουσιάζουν ως επιτυχές. Αφού, οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων επτά ετών δέχθηκαν και υπέγραψαν μέτρα, τα οποία υποθήκευσαν ολόκληρη την Ελλάδα, εδάφους-υπεδάφους και θάλασσας, για περισσότερο από 100 χρόνια, από σήμερα, επιδόθηκαν σε εξεύρεση ευφάνταστων αφηγημάτων, σχετικά με μια ανάπτυξη που έρχεται, με μια ελάφρυνση του χρέους που δήθεν αποτελεί πραγματικότητα, με την άμεση έξοδό μας στις αγορές, με την είσοδο της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση. Η συνεχής αναμονή θαυμάτων, καθώς και η αναπόφευκτη διάψευσή τους έσερνε τη χώρα σε μια πραγματικότητα, με ολοένα πιο αποκρουστικό και πιο εγκληματικό περιεχόμενο. Η αγορά εργασίας έχασε, σταδιακά, κάθε ίχνος προστασίας των εργαζομένων, η πρώτη κατοικία αυτών που χρωστούν, και που αδυνατούν να πληρώσουν τη δόση δανείου τους, έγινε βορά των κοράκων, οι συνταξιούχοι καταδικάστηκαν σε λιμοκτονία, οι εργαζόμενοι δουλοποιήθηκαν χάρη στη μερική απασχόληση, την υψηλή ανεργία και την ουσιαστική ανυπαρξία του Κράτους, η δημόσια διοίκηση ερήμωσε, στην προσπάθεια περιορισμού του μεγέθους του κρατικού τομέα, που ωστόσο δεν υπερβαίνει τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό όρο. Για όλα αυτά, και για πλήθος άλλων εγκληματικών μέτρων, οι πατέρες του Έθνους μας συναίνεσαν και έθεσαν αβίαστα την υπογραφή τους, προκειμένου αυτά να υλοποιηθούν! Το πρόβλημα δεν ήταν η άρνηση εφαρμογής τους, αλλά αντιθέτως η εμφάνιση όσο το δυνατόν πιστότερων, (δηλαδή οικτρότερων) αποτελεσμάτων στους δανειστές.
Το αναπάντητο μέγα ερώτημα ήταν, είναι και θα είναι, ως τη στιγμή που θα υποχρεωθούν (αν υποχρεωθούν) να απολογηθούν οι πρωτεργάτες πολιτικοί μας, για ποιούς λόγους δέχθηκαν να δολοφονήσουν το λαό και την πατρίδα τους, δεδομένου ότι γνώριζαν ότι:
1) Το ελληνικό χρέος δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ βιώσιμο. Επομένως, όλες οι δήθεν λύσεις, που εμφανίστηκαν ως τέτοιες στο διάστημα των τελευταίων επτά ετών ήταν, απλώς, πυροσβεστικές, και στην πραγματικότητα, με την ανάγκη λήψης συνεχών νέων δανείων, το χρέος γινόταν ολοένα περισσότερο μη βιώσιμο. Και, όμως, επέμεναν οι ελληνικές μας κυβερνήσεις ότι “το χρέος είναι βιώσιμο”, ωσάν να επρόκειτο περί κρίσης καλής θέλησης.
2) Η ανάπτυξη ήταν φύσει αδύνατη, ακόμη και πριν από την απαίτηση των δανειστών για το όντως θανατηφόρο πρωτογενές πλεόνασμα. Η ελληνική οικονομία, εκτός της ασφυξίας της σε όρους ρευστότητας, έχει κατεστραμμένο και σημαντικό τμήμα του παραγωγικού της δυναμικού, αλλά και δραματική ανεπάρκεια ζήτησης για κατανάλωση και επένδυση. Εντελώς παρανοϊκή η ελπίδα, ότι σε οικονομία, στην οποία περιορίζεται χρόνο με το χρόνο η κατανάλωση βασικών ειδών διατροφής, θα είναι δυνατή η ανάπτυξη. Και, όμως, οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων επτά ετών έβλεπαν την ανάπτυξη να έρχεται. Και, μάλιστα, η προηγούμενη της παρούσας κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι επί των ημερών της άνθισε η ανάπτυξη, αλλά μετά σταμάτησε λόγω ΣΥΡΙΖΑ! Προφανώς, πιέζουν τους εαυτούς τους να βαφτίζουν ως “ανάπτυξη” μια τυχαία και άμεσα αντιστρέψιμη αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του, ας πούμε, 0,4%. Και η αδιανόητη αυτή θέση Ελλήνων, αλλά και ορισμένων ξένων αξιωματούχων, είναι ακόμη πιο απαράδεκτη, δεδομένου ότι η μία μετά την άλλη, οι επίσημες εκθέσεις για την Ελλάδα δεν της δίνουν, με τις καλύτερες των συνθηκών, πάνω από 1% ανάπτυξη, για τα επόμενα 40-50χρόνια. Συνεπώς, και το 1,8% που αναμένεται, σχετικά, για το 2017, αν τελικά πραγματοποιηθεί, που είναι εξαιρετικά αμφίβολο, δεν πρόκειται να διαρκέσει.
3) Η ελάφρυνση χρέους, κατά 50-60%, βαυκάλισε τους Έλληνες ως δήθεν πραγματικό γεγονός, αφού έτσι το παρουσίαζαν οι πολιτικοί μας των τελευταίων επτά ετών. Θα ήταν, ασφαλώς, η καλύτερη λύση, αλλά, δυστυχώς τόσο μα τόσο εμφανώς ουτοπική, εφόσον ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ δήλωσε ευθαρσώς και κατ’ επανάληψη ότι είναι κάθετα αντίθετος. Πως είναι δυνατόν οι Έλληνες πολιτικοί να αρνούνται να αντιληφθούν την πραγματικότητα, και επί μήνες να επικεντρώνουν το σύνολο της ενέργειάς τους, σε αυτή την υπέρτατου βαθμού ουτοπία;
4) Στο διάστημα αυτών των επτά δραματικών ετών για την Ελλάδα καμία από τις κυβερνήσεις της επιδίωξε να εκμεταλλευτεί σημαντικές ευκαιρίες. Καθώς, έχω αναφερθεί ήδη σε πολλές από αυτές, θα περιοριστώ σήμερα σε μια εξαιρετικής σπουδαιότητας διαπίστωση, που ανακοινώθηκε πρόσφατα, από δύο οικονομολόγους: Τους Πολ Καζαριάν, που είναι ο σημαντικότερος Αμερικανός επενδυτής ελληνικών ομολόγων, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Japonica Partners, και Λαρς Φελντ, μέλος της επιτροπής των πέντε σοφών της Γερμανίας. Αυτοί εξήγησαν τους λόγους για τους οποίους το ελληνικό χρέος έχει υπολογιστεί με λανθασμένο τρόπο, και αντί να αντιπροσωπεύει το 180% του ΑΕΠ, στην πραγματικότητα είναι μόνον 91% αντίστοιχα. Και, συνεπώς, οι δύο αυτοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται νέα δάνεια, γιατί μπορεί να αντιμετωπίσει με τις δικές της δυνάμεις το χρέος της.
Αλλά “ποιές δικές της δυνάμεις”, αφού οι Έλληνες αξιωματούχοι εξακολουθούν απτόητοι, ακόμη και τώρα που αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο η απύθμενη υποκρισία των δανειστών, να ορκίζονται με συγκίνηση και με αυταπάρνηση στην ανάγκη παραμονής στην “ευρωπαϊκή πορεία”; Δεν αντιμετωπίζουν καμία άλλη λύση….αρνούνται να συνειδητοποιήσουν το γεγονός ότι η ΕΕ σκληραίνει τη στάση της διεθνώς, από το φόβο που της προκαλούν οι δηλώσεις του πλανητάρχη, και γι’ αυτό ο γερμανό-γαλλικός άξονας προετοιμάζει πυρετωδώς την Ευρώπη πολλών ταχυτήτων. Σε αυτή την Ευρώπη, θα αναβιώσουν, πιθανότατα, οι διακρίσεις της Αρχαίας Ελλάδας σε ελεύθερους πολίτες, περίοικους και δούλους. Έχουν άραγε αναρωτηθεί οι πολιτικοί μας, που πάσχουν μόνιμα από αφελή αισιοδοξία, ποιά θα είναι η θέση των Ελλήνων, στο νέο ευρωπαϊκό καθεστώς;
Οπωσδήποτε, σε πείσμα των πρόσφατων δραματικών εξελίξεων, μέσα στις οποίες η Ελλάδα έγινε στην κυριολεξία μπαλάκι του τένις, ανάμεσα στις διαφωνίες, τους διαπληκτισμούς, τις υποχωρήσεις, το θέατρο σκιών, και πάνω από όλα την απύθμενη υποκρισία του ΔΝΤ και της ΕΕ, η “ευρωπαϊκή πορεία” καλά κρατεί.
Η εμμονή στην απαρέγκλιτη “ευρωπαϊκή πορεία”, ενώ όλα έχουν τελειώσει, και οι δανειστές δείχνουν την πλάτη τους στην τόσο αθεράπευτα εύπιστη Ελλάδα, φέρνει ήδη στην επιφάνεια ένα νέο αφήγημα παραμυθιάσματος του ελληνικού λαού: Την ποσοτική χαλάρωση, στην οποία, δίκη σανίδας σωτηρίας, έχει γαντζωθεί η κυβέρνησή μας για να συνεχίσει να κτίζει πύργους στην άμμο. Και πάλι, για πολλοστή φορά απορεί κανείς, για το πως δεν είναι στοιχειωδώς πληροφορημένοι, τουλάχιστον οι οικονομολόγοι της κυβέρνησης για το, καταρχήν, αδύνατο εγχείρημα αυτής της ποσοτικής χαλάρωσης. Απορεί κανείς για το πως μπορούν να ελπίζουν την αποδοχή της Ελλάδας στο μέτρο αυτό της ΕΚΤ, αλλά και πως είναι δυνατόν να στηρίζουν τη σωτηρία της χώρας, σε αυτό, που έστω και αν είχε υλοποιηθεί, θα ήταν σταγόνα στον ωκεανό, σε σύγκριση με τις τεραστίας έκτασης ανάγκες, που απαιτεί η ανόρθωσή της.
Υπάρχουν ισχυροί λόγοι, για τους οποίους τα ελληνικά ομόλογα δεν πρόκειται να γίνουν δεκτά από την ΕΚΤ, εκτός αν αποφασιστούν μυστικές συμφωνίες μεταξύ του ΔΝΤ και της ΕΕ, προκειμένου να αποσιωπηθεί το “εξαιρετικά μη βιώσιμο” ελληνικό χρέος, και προκειμένου να αναβιώσουν στην Ελλάδα, οι αλχημείες, που επέβαλε το ΔΝΤ στη Λατινική Αμερική το 1986. Δηλαδή, να μην αποχωρήσει το ΔΝΤ από τον τόπο μαρτυρίου της Ελλάδας, αλλά και να μην συμμετέχει στην παροχή δανείων. Είναι η λύση που προτιμά ο κ. Σόιμπλε, γιατί αυτό έχει υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι όποιες λύσεις για το ελληνικό χρέος αδιαφορούν παντελώς για το κατά πόσο είναι ικανοποιητικές για την Ελλάδα, φθάνει να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Γερμανών, και τις εκλογικές επιδιώξεις των εκάστοτε αξιωματούχων τους. Αλλά, και αυτή η αλήθεια φαίνεται να αγνοείται από όσους αποφασίζουν για την τύχη της Ελλάδας. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και με την προσφυγή σε τέτοιες ανορθόδοξες λύσεις, δεν είναι, τελικά, διόλου πιθανή η δυνατότητα συμμετοχής της Ελλάδας στο μέτρο της ποσοτικής χαλάρωσης. Η πρώτη, και σαφώς αποφασιστική δυσκολία για αυτή την ελληνική συμμετοχή είναι ο απαράβατος όρος, το χρέος της να είναι βιώσιμο, που όπως είναι γνωστό, δεν είναι. Ήδη η Goldman Sachs και η Citi έχουν εκφράσει την άποψη ότι είναι πολύ απίθανο να γίνει δεκτή η Ελλάδα, στο μέτρο αυτό, πρώτον εξαιτίας κυρίως των υψηλών κόκκινων δανείων της, δεύτερον εξαιτίας του ότι δεν θα προφθάσει να επωφεληθεί, πριν το πέρας αυτού του μέτρου, που προς το παρόν έχει παραταθεί μέχρι το τέλος του 2017,τέλος επειδή αν δεν γίνει σημαντική ελάφρυνση χρέους, από το 2022 η καταβολή τόκων θα αντιπροσωπεύει 32 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι 13, αντίστοιχα, σήμερα. Θα πρέπει, ακόμη, να ληφθεί υπόψη ότι ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ ήταν, από την αρχή, εναντίον αυτού του μέτρου, γιατί διατηρούσε τα επιτόκια πολύ χαμηλά σε βάρος των Γερμανών αποταμιευτών, και βέβαια είναι ιδιαιτέρως αντίθετος για τη συμμετοχή σε αυτό της Ελλάδας, η οποία κατ’ αυτόν, πρέπει να εξακολουθήσει να πληρώνει τα λάθη της.
Η ΕΚΤ αποφάσισε την εφαρμογή του μέτρου ποσοτικής χαλάρωσης, με την αγορά τίτλων χρέους από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, στην προσπάθειά της να αναζωογονήσει την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία εμφάνιζε χρόνια οικονομική στασιμότητα και διψήφια ανεργία. Με ρυθμό αγοράς τίτλων χρέους από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, μηνιαίας αξίας αρχικά 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, και στη συνέχεια 80, η ΕΚΤ δαπάνησε από τον Μάρτιο του 2015 ως τον Φεβρουάριο του 2017 το συνολικό ποσό του 1 τρισεκατομμυρίου και 700 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ο στόχος, όμως επίτευξης πληθωρισμού ίσου με 2% δεν πραγματοποιήθηκε. Επειδή, ακριβώς, τα αποτελέσματα ήταν κατώτερα των αναμενόμενων, αποφασίστηκε η παράταση της λειτουργίας του προγράμματος, μέχρι το τέλος του 2017, και ίσως και αργότερα εφόσον χρειασθεί. Ειδικά, για την Ελλάδα, θα μπορούσε η ΕΚΤ να αγοράσει τίτλους χρέους αξίας κατ’ ανώτατο όριο 35 δισεκατομμυρίων ευρώ, και θα παρέμενε ακόμη χρέος ίσο με περίπου 290 δισεκατομμύρια ευρώ.
Έχει σημάνει το τέλος όλων των φρούδων ελπίδων για ευνοϊκή λύση του ελληνικού προβλήματος, εντός μνημονίων. Και τώρα είναι η ύστατη ώρα για την Ελλάδα να πάρει την τύχη στα χέρια της. Τώρα, που η παραμονή στην “ευρωπαϊκή πορεία”, οδηγεί με απόλυτη σιγουριά σε κρανίου τόπο, ενώ ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία (όση μπορεί βέβαια να επιτευχθεί) καθώς και για ταχύρρυθμη ανάπτυξη που θα χρηματοδοτηθεί από τη νέα δραχμή, υπόσχεται (κάτω από προϋποθέσεις) τη σωτηρία της Ελλάδας. Όσοι αρμόδιοι αποφασίζουν ακόμη να παραμείνουν αδρανείς, παρακολουθώντας την καταστροφή της χώρας, οφείλουν επιτέλους να συνειδητοποιήσουν τις τεράστιες ευθύνες τους, να εγκαταλείψουν την αδιέξοδη “ευρωπαϊκή πορεία”, και να καταρτίσουν πρόγραμμα άμεσης δράσης.
(Δημοσιεύθηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 09.06.2017)