Της Μαρίας Νεγρεπόντη – Δελιβάνη – Δημοσιεύτηκε στο SLPress στις 28.11.2023
Η έκταση του προβλήματος γίνεται κατανοητή αν ληφθεί υπόψη ότι μισθωτοί και συνταξιούχοι καταβάλλουν διπλάσιους άμεσους φόρους, από αυτούς που τους αναλογούν.
Το υπουργείο Οικονομικών προχώρησε, όπως είχε προαναγγείλει σε επιμέρους αλλαγές επί του φορολογικού νομοσχεδίου σε ό,τι αφορά το τεκμαρτό εισόδημα, η εξαγγελία επιβολής του οποίου στους αυτοαπασχολούμενους τροφοδοτεί, σε καθημερινή βάση, τους προβληματισμούς των ΜΜΕ, καθώς και τις αγωνιώδεις αντιδράσεις των επιμέρους κοινωνικο-επαγγελματικών κατηγοριών, που απειλούνται απ’ αυτόν. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μέτρο απελπισίας, καθώς και για δραματική ομολογία μιας χρόνιας και παταγώδους αποτυχίας όλων των νεοελληνικών κυβερνήσεων να επιβάλλουν στοιχειώδεις όρους δημοσιονομικής ομαλότητας. Να σημειώσουμε πως ο ο νυν υπουργός Κωστής Χατζηδάκης δεν είναι ο πρώτος που σκέφτηκε σχετικό μέτρο, καθώς είχε προηγηθεί ο Γιώργος Αλογοσκούφης το 2008.
Το σίγουρο είναι πως ο σαφέστατα εισπρακτικός του προσανατολισμός ακυρώνει, εκ των προτέρων, τα στοιχεία που θα μπορούσαν, γενικότερα, να βελτιώσουν τη ζοφερή κατάσταση της εισοδηματικής μας πολιτικής, αλλά και τις ευρύτερες επιπτώσεις της στην όλη πορεία της οικονομίας. Ειδικότερα, αυτήν την περίοδο που η τελευταία πετρελαϊκή κρίση, καθώς και η δραματική άνοδος της τιμής βασικών προϊόντων οδηγεί σε απόγνωση ολοένα μεγαλύτερες μάζες του πληθυσμού.
Το πρόβλημα τη φοροδιαφυγής δεν είναι καινούργιο. Πολυάριθμες ελληνικές κυβερνήσεις ήρθαν, υποσχέθηκαν ότι θα το αντιμετωπίσουν και απήλθαν έχοντας συμβάλλει στην επιδείνωση του. Ένας εκρηκτικός συνδυασμός από τις έντονες ιδιομορφίες κατανομής της απασχόλησης, στην Ελλάδα, από τη μια πλευρά, καθώς και από τη συνεχή υιοθέτηση των πιο ακατάλληλων μέτρων για την περίπτωσή της από την άλλη (1) – με μικρή παρένθεση της περιόδου 1981-85 – οδήγησαν στη σημερινή ανεξέλεγκτη κατάσταση. Αρκεί να αναφέρω ότι το επίσημο ΑΕΠ μας υπολείπεται κατά 50% περίπου του πραγματικού και η διαφορά ανάμεσά τους ισούται με την τεράστια φοροδιαφυγή και την ανεξέλεγκτη παραοικονομία.
Παρότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι με τέτοιες συνθήκες οι πολιτικές λιτότητας εντείνουν και δεν επιλύουν τις διαρθρωτικές μας ανωμαλίες, ωστόσο οι εκάστοτε αρμόδιοι ακολουθούν, πειθήνια, τις εντολές του διευθυντηρίου της ΕΕ, που εξυπηρετούν ομαλότερες της δικής μας οικονομίες και δεν τολμούν να επικαλεστούν τις απολύτως εμφανείς ιδιομορφίες μας. Αυτές εκκινούν από το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό των μισθωτών, στη συνολική ελληνική απασχόληση, σε σχέση με το μέσο ποσοστό ευρωζώνης. Πρόκειται για παράγοντα κατεξοχήν ενθαρρυντικό της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, αλλά φευ και της διαφθοράς, επιδόσεις στις οποίες η χώρα μας κατέχει εξέχουσα θέση στην Ευρώπη. Το ανώμαλα χαμηλό αυτό ποσοστό μισθωτών, σε συνδυασμό με τη φοροδιαφυγή, αλλά και με τη συνεχή λήψη μέτρων, κάθετα αντίθετων των ενδεδειγμένων, έχουν οδηγήσει σε μια σειρά από εξαιρετικά σοβαρές ανισορροπίες (2).
Οι ρίζες του προβλήματος
Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο πρόβλημα που έχει τις ρίζες του στη μικρή “εμβέλεια” των μισθών, στην οικονομία, και που αυτοτροφοδοτείται και εντείνεται από τη συνεχή λήψη άτυχων μέτρων, και την αδιάκοπη εφαρμογή ακατάλληλης πολιτικής όπως, ανάμεσα και σε άλλα, ο περιορισμός της φορολογικής επιβάρυνσης στα υψηλά εισοδήματα ή η συνεχής εφαρμογή περιοριστικής εισοδηματικής πολιτικής, που συρρικνώνει ακόμη περισσότερο αποκλειστικά και μόνο μισθούς και συντάξεις.
Η “εμβέλεια” των μισθών, δηλαδή η σπουδαιότητα του μεγέθους τους στο ΑΕΠ, αποτελεί τον σοβαρότερο προσδιοριστικό παράγοντα του ύψους της ζήτησης, του βαθμού υποκατάστασης εγχωρίων από εισαγόμενα προϊόντα, του είδους των εντολών που δίνονται από τους καταναλωτές στους παραγωγούς κλπ, κλπ. Οικονομίες με μικρή “εμβέλεια” μισθών είναι ασταθείς και προβληματικές, με συρρικνωμένη ζήτηση, υψηλό βαθμό υποκατάστασης εγχώριας παραγωγής από εισαγόμενα αγαθά, χαμηλή ροπή για παραγωγική επένδυση, υψηλή ροπή για κερδοσκοπία, σημαντική διαφθορά και στροφή της παραγωγής προς αγαθά και υπηρεσίες που προορίζονται για την ικανοποίηση μη βασικών αναγκών. Είναι, ακόμη, οικονομίες που στερούνται στοιχειώδους κοινωνικής συνοχής. Αυτή, ακριβώς, είναι η περιληπτική εικόνα της οικονομίας μας με σαφή διαχρονική επιδείνωση, εφόσον δεν λαμβάνονται μέτρα εξυγίανσης και οι ανώμαλες καταστάσεις παγιώνονται.
Η έκταση του προβλήματος γίνεται κατανοητή αν ληφθεί υπόψη ότι μισθωτοί και συνταξιούχοι καταβάλλουν διπλάσιους άμεσους φόρους, από αυτούς που τους αναλογούν, με βάση το μέσο κατά κεφαλή εισόδημά τους, ενώ οι λοιπές κοινωνικο επαγγελματικές κατηγορίες, τουλάχιστον, κατά 40% χαμηλότερους αυτών που θα όφειλαν (4). Συνεπώς, η σύλληψη της φοροδιαφυγής, αν θα γινόταν κάποτε εφικτή, θα μπορούσε να αυξήσει τα δημόσια έσοδα από άμεσους φόρους, τουλάχιστον, κατά 40%. Δυστυχώς, όμως, στο σημείο που περιήλθε η οικονομία μας, δεν προσφέρονται πια ορθόδοξες λύσεις στον συγκεκριμένο αυτό χώρο.
Κάποιες ανορθόδοξες προτάσεις…
Οι όποιες, λοιπόν, λύσεις, που είναι ακόμη, θεωρητικά, διαθέσιμες, είναι ανορθόδοξες και ως τέτοιες οφείλουν να εκληφθούν οι δύο επόμενες που θα παραθέσουμε. Από το 1983, στα πλαίσια έρευνας που μου είχε ανατεθεί από το τότε υπουργείο Συντονισμού, είχα προτείνει την επιβολή τεκμαρτού φόρου στις κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες, εκτός των μισθωτών-συνταξιούχων, που παρέμεινε χωρίς συνέχεια επί ένα τέταρτο αιώνα. Παραθέτω, λέξη προς λέξη την πρότασή μου του1983: «Στη θέση όλων αυτών των μεθόδων, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως “μη αποτελεσματικές-αστυνομικές”, προτείνουμε ένα “παιχνίδι με ανοιχτά χαρτιά”, δηλαδή:
- Εξηγούμε στο λαό, χωρίς αιχμές εναντίον συγκεκριμένων κοινωνικο-επαγγελματικών ομάδων, τι ακριβώς συμβαίνει με τη φοροαποφυγή-φοροδιαφυγή και που αυτή οδηγεί.
- Επιβάλλουμε στους αυτοαπασχολούμενους φόρο, όχι με βάση τις δηλώσεις τους, αλλά με βάση αυτές προσαυξημένες κατά 35-40%.
- Ό,τι, επιπλέον, εξασφαλιστεί, με τον τρόπο αυτό, από φόρους, τους κατανέμουμε με τη μορφή μείωσης των φορολογικών συντελεστών, στους μισθωτούς, προσπαθώντας να ευνοήσουμε ιδιαίτερα τους χαμηλόμισθους.
- Αναγγέλλουμε από την αρχή ότι όποια κι αν είναι τα αποτελέσματα, το σύστημα θα εφαρμοστεί, τουλάχιστον για δύο χρόνια».
Πρόκειται, ασφαλώς, και τότε όπως και τώρα, για άκρως ανορθόδοξη πρόταση, που κινδυνεύει επιπλέον να αδικήσει ή και να επιβαρύνει ορισμένες προβληματικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο, τώρα, όπως και τότε δεν προβάλλει καλύτερη λύση στον ορίζοντα, ενώ η κατάσταση θα εξακολουθήσει να επιδεινώνεται αν, και πάλι, επιλεγεί η αδράνεια. Ως δεύτερο ανορθόδοξο μέτρο θα μπορούσε να προταθεί η κατάργηση των άμεσων φόρων και η επιβολή, μόνο, φόρου επί της κατανάλωσης.
Όπως είναι γνωστό, η προοδευτικότητα των άμεσων φόρων οδηγεί, φυσιολογικά, σε δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, σε αντίθεση με τους έμμεσους φόρους, που δεν έχουν αναδιανεμητικά αποτελέσματα και που είναι άδικοι, επειδή βαρύνουν το ίδιο πλούσιους και φτωχούς. Ωστόσο και στο σημείο αυτό η ελληνική περίπτωση αποτελεί σκοτεινή εξαίρεση επειδή, εξαιτίας της τεράστιας φοροδιαφυγής, οι άμεσοι φόροι καταλήγουν σε αρνητική προοδευτικότητα, εφόσον οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, μη μπορώντας να αποκρύψουν τα εισοδήματά τους, καταβάλλουν και φόρους που όφειλαν να βαρύνουν τους αυτοαπασχολούμενους. Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι η μοναδική αναπτυγμένη οικονομία, στην οποία η αρχική – λειτουργική – κατανομή του εισοδήματος είναι λιγότερη άνιση από αυτήν που προκύπτει μετά την επιβολή των φόρων και των κοινωνικών παροχών (3).
Με τις συνθήκες αυτές είχα και παλαιότερα υποστηρίξει (4) ότι θα ήταν ενδεχόμενα ενδεδειγμένη, για την ιδιόμορφη ελληνική περίπτωση, η ολοκληρωτική κατάργηση της άμεσης φορολογίας και η επιβολή φόρου επί της κατανάλωσης, με αυξημένους συντελεστές επιβάρυνσης για τα είδη και τις υπηρεσίες πολυτελείας.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Αν και ορθό το μέτρο του τεκμαρτού φόρου, εισάγεται ωστόσο με μεγάλη καθυστέρηση. Στο αναμεταξύ η διαφθορά έχει γενικευθεί και κορυφωθεί, έτσι που η φοροδιαφυγή έχει επικρατήσει, σχεδόν ως δικαίωμα εκ μέρους των αυτοαπασχολούμενων. Γι’ αυτό, και προβλέπονται αντιδράσεις τόσο έντονες, με σκοπό να πείσουν την κυβέρνηση να μην εφαρμόσει το μέτρο ή να το εφαρμόσει σε μικρή κλίμακα ή και να το εγκαταλείψει πρόωρα. Σύμφωνα με πληροφορίες μέσων ενημέρωσης, το υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζεται επιμέρους τροποποιήσεις στο φορολογικό νομοσχέδιο στην κατεύθυνση της προσαύξησης του τεκμαρτού εισοδήματος λόγω τζίρου και στην μείωση του για ορισμένες κατηγορίες.
Αλλά, το ασυγχώρητο λάθος του τεκμαρτού φόρου, με τη μορφή που φαίνεται ότι θα εφαρμοστεί, αυτό δηλαδή που του αφαιρεί τις, έστω, ισχνές δυνατότητες βελτίωσης της κατάστασης, αυτό που του προσδίδει απύθμενη κυνικότητα και που εξαφανίζει κάθε έννοια φορολογικής ηθικής και κάθε ιδεολογική δικαιολόγηση της επιβολής του, είναι ακριβώς το γεγονός ότι η κυβέρνηση καταφεύγει σ’ αυτό αποκλειστικά και μόνο για να βελτιώσει τη δημοσιονομική της εικόνα, στα μάτια των ιθυνόντων της ΕΕ. Διόλου, δηλαδή, δεν την απασχολεί η αδήριτη ανάγκη εξασφάλισης στοιχειώδους φορολογικής δικαιοσύνης. Εξάλλου, όπως δεν είχε πετύχει αυτή η ιδέα επί ημερών Αλογοσκούφη, το πιθανότερο είναι να μην πετύχει ούτε και τώρα…
(1) Που εκλαμβάνεται και ως δείκτης ανεπαρκούς οικονομικής ανάπτυξης
(2) Οι εκτιμήσεις αυτές είναι προϊόν του συνυπολογισμού των μεριδίων μισθών και κερδών στο ΑΕΠ, και όχι αποκλειστικά και μόνο της λήψης υπόψη της ποσοστιαίας κατανομής των φορολογικών βαρών, μεταξύ μισθωτών και λοιπών κοινωνικο-επαγγελματικών κατηγοριών, που είναι παραπειστική και ανίκανη να καταλήξει σε ουσιαστικά συμπεράσματα.
(3) Βλ. Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη και Β. Πορταρίτου-Κρεστενίτη, “Τα αρνητικά αναδιανεμητικά αποτελέσματα των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα”, Εξπρές της 22.10.2000
(4) Βλ. Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, “Για μια νέα οικονομική πολιτική”, Επιχειρείν, Ιανουάριος 1994, σελ. 18-20.