Εισαγωγή
Η δεκαετία του ’70 σηματοδοτεί το τέλος της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και την έναρξη ενός νέου σταδίου, του ώριμου καπιταλισμού. Το νέο αυτό στάδιο δεν ανήκει πια στην εξελικτική διαδικασία της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά σε ότι θα μπορούσε να εκληφθεί ως στάδιο μεταβιομηχανικό, άϋλο, στάδιο πληροφορικής, στάδιο υπηρεσιών ή χρηματοπιστωτικό. Το στάδιο αυτό αναδύεται μέσα από την ωρίμανση του καπιταλιστικού συστήματος και αναθεωρεί, ή ορθότερα ανατρέπει εκ βάθρων τον τρόπο λειτουργίας των σύγχρονων οικονομιών, καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στους δύο βασικούς συντελεστές παραγωγής, της εργασίας και του κεφαλαίου. Στο στάδιο αυτό προστίθενται, διαπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται παράλληλες και κορυφαίας σπουδαιότητας θεσμικές εξελίξεις, όπως η εγκαθίδρυση της παγκοσμιοποίησης, η πλήρης επικράτηση της νεοκλασικής κοσμοθεωρίας, που εκσυγχρονίζεται με την ετικέτα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και η εγκατάσταση μιας μόνιμης οικονομικής στασιμότητας στις προηγμένες οικονομίες.
Η οικονομική επιστήμη αποδείχθηκε, δυστυχώς, ανέτοιμη να συνδυάσει αποτελεσματικά τα διαθέσιμα εργαλεία του οπλοστασίου της, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία το, εντελώς, νέο αυτό οικονομικό περιβάλλον. Αντί της πρωτοτυπίας και της φαντασίας των μέτρων, που απαιτούσε η νέα αυτή επανάσταση, οι αρμόδιοι για τις τύχες του κόσμου εξακολούθησαν να εφαρμόζουν παλιές, και σε πολλές περιπτώσεις, αποτυχημένες συνταγές, που δυστυχώς στο σύνολό τους δεν έχουν θετικά αποτελέσματα, όπως άλλωστε ήταν εξαρχής αναμενόμενο. Δεν υπάρχει πια σε κανένα σημείο του οικονομικού πεδίου, δυνατότητα επαφής ανάμεσα στο πρόβλημα και στον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η επίλυσή του.
Στην παρούσα εισήγηση θα ασχοληθώ με το πρόβλημα της ανεργίας, παγκόσμιο αλλά κυρίως ευρωπαϊκό, που έχει παύσει, από καιρό, να ανήκει στον οικονομικό κύκλο, εφόσον εξακολουθεί να είναι παρόν και στις ανοδικές του φάσεις. Ωστόσο, η οικονομική πολιτική (πρωτίστως, πάντοτε, ευρωπαϊκή) επιμένει να αντιμετωπίζει την ανεργία, ως κυκλική, και με βάση τις νεοφιλελεύθερες σχετικές εμμονές της, ως ηθελημένη, με κύριο μέτρο περιορισμού της την πτώση του επιπέδου των μισθών.
Η πρώτη παράγραφος της εισήγησής μου θα επιχειρήσει τη διερεύνηση των νέων δεδομένων, που προσδιορίζουν το πρόβλημα της ανεργίας, μετά το 1973, ενώ στη δεύτερη παράγραφο θα προταθεί ένας διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισής της, πιο αποτελεσματικός, πιο ορθολογικός και κυρίως πιο ανθρώπινος
Ι. Τα χαρακτηριστικά της απασχόλησης στο μεταβιομηχανικό στάδιο
Ενώ η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση συνδυάστηκε με δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, που ήταν απαραίτητη για την απορρόφηση της μαζικής της παραγωγής, το τρίτο στάδιο της καπιταλιστικής παραγωγής έφερε ανεργία και φτώχεια στην ανθρωπότητα, σύμφωνα με την ορθή πρόβλεψη του M. Kalecki[1].
Οι εγκάρσιες μεταβολές, σε συνδυασμό και με την εφαρμογή αναποτελεσματικών μέτρων πολιτικής, έθεσαν τέρμα στο καθεστώς της πλήρους απασχόλησης, και έφεραν την αβεβαιότητα και συχνά το χάος στις σύγχρονες οικονομίες..
Μετά το τέλος της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης παρατηρείται ανερχόμενη ανεργία, κυρίως αλλά όχι μόνον στους κόλπους της ΕΕ[2], που παραμένει και μετά το τέλος της ύφεσης . Η ανεργία συμβαδίζει με ολοένα υψηλότερο επίπεδο ευμάρειας, που όμως κατανέμεται όλο και πιο άνισα. Η αντιμετώπιση ωστόσο του προβλήματος της ανεργίας, παρότι χαρακτηρίστηκε από την ΕΕ ως πρωταρχικό, ήδη από το 1993[3], αποδείχθηκε αδύνατη μέχρι σήμερα. Η εμμονή της ανεργίας ενθαρρύνει την αναβίωση παλαιοτέρων οικονομικών θεωριών, που υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός, ωριμάζοντας, είναι ολοένα λιγότερο σε θέση να απορροφήσει το εκάστοτε διαθέσιμο εργατικό δυναμικό[4]. H αδυναμία αυτή έχει πολλές και, συχνά, αλληλοσυμπληρούμενες ερμηνείες, όπως:
Α. Υπεραφθονία του συντελεστή παραγωγής “εργασία”
- Η μείωση της ζήτησης εργασίας στις προηγμένες οικονομίες
Μετά το 1970 διαπιστώνεται σχετικός κορεσμός της παραδοσιακής ζήτησης, στις προηγμένες οικονομίες, με μείωση του ετήσιου ρυθμού μεταβολής της ιδιωτικής κατανάλωσης, στις χώρες του ΟΟΣΑ[5]. Στη μείωση αυτή της ενεργού ζήτησης συμβάλλει και η μακρόχρονη πολιτική λιτότητας της ΕΕ, η κορύφωση των ανισοτήτων κατανομής του εισοδήματος, που ευνοεί την αποταμίευση ή ορθότερα την αποθησαύριση, η ανεργία σε συνδυασμό και με την καθήλωση των πραγματικών μισθών σε επίπεδο προηγούμενων δεκαετιών, καθώς και η γενικευμένη τάση περιορισμού του κράτους πρόνοιας. Οι οικονομολόγοι του ΟFCE, σε ειδικό τεύχος του περιοδικού τους αποδίδουν την πτώση της επένδυσης, κατά τα 2/3 της, σε ανεπαρκή ζήτηση[6], ενώ στην ίδια περίπου διαπίστωση καταλήγει και το ΔΝΤ[7]. Να προστεθεί, ακόμη, ότι στην ανεπάρκεια της ενεργού ζήτησης και των επενδύσεων, που περιορίζει την απασχόληση, συμβάλλουν αποφασιστικά και οι φορολογικοί παράδεισοι, που σύμφωνα με εκτιμήσεις απενεργοποιούν τεραστίων διαστάσεων αγοραστική δύναμη, της τάξης των 11,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων[8].
Η χαμηλή δαπάνη για κατανάλωση και επένδυση στις σύγχρονες προηγμένες οικονομίες συνυπάρχει, ιδίως τα τελευταία χρόνια με γενική πτώση του επιπέδου των τιμών, που καταλήγει σε πολύ χαμηλότερο πληθωρισμό του αντίστοιχου ισορροπίας (που είναι γύρω στο 2%), και που, σε αρκετές περιπτώσεις έχει ήδη μετατραπεί σε αντιπληθωρισμό.
- Οι μικρές δυνατότητες δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στον ώριμο καπιταλισμό
Στις ΗΠΑ, των οποίων οι τάσεις, στο συγκεκριμένο αυτό σημείο, δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές των υπολοίπων προηγμένων οικονομιών, εκτιμάται ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας απορροφά το 25% του συνόλου των εταιρικών κερδών, και αντιπροσωπεύει το 7% περίπου της οικονομίας. Ωστόσο, δεν κατορθώνει να δημιουργήσει, παρά μόνο 4% νέες θέσεις εργασίας, μέσα στις συνολικές[9]. Η μορφή της ανάπτυξης, στο στάδιο αυτό, παύει να είναι επεκτατική, όπως στο προηγούμενο της βιομηχανικής επανάστασης και γίνεται εντατική, δηλαδή χρησιμοποιεί ολοένα μικρότερη ποσότητα και των δύο συντελεστών της παραγωγής, για τη δημιουργία μιας μονάδας προϊόντος[10]. Ο βαθμός μείωσής τους δεν είναι ανάλογος, αλλά εξαρτάται από το είδος της τεχνικής προόδου που εκάστοτε επιλέγεται[11]. Το κενό, που προκαλείται από την ποσοτική μείωση των χρησιμοποιούμενων συντελεστών, στην παραγωγική διαδικασία, και που διαπιστώνεται από την πτώση του λόγου Εργασία-Προϊόν, αλλά και Κεφάλαιο-Προϊόν, αναπληρώνεται, χάρις στην ποιοτική αναβάθμιση των δύο βασικών συντελεστών παραγωγής, δηλαδή στη νέα μορφή τεχνικής προόδου, στην οποίαν αναφέρομαι, πιο αναλυτικά, αμέσως στη συνέχεια. Εξαιτίας, ωστόσο, της αποβιομηχάνισης, ενδέχεται να εμφανίζει άνοδο ο λόγος Κεφάλαιο-Προϊόν, καθώς ανέρχεται το ποσοστό των αχρησιμοποίητων εγκαταστάσεων παραγωγής. Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι η άνοδος αυτή δεν επηρέασε δυσμενώς το μερίδιο του κεφαλαίου στο ΑΕΠ των προηγμένων οικονομιών, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή στο μεταβιομηχανικό στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης ενισχύεται η ικανότητά του να διατηρεί και να επαυξάνει το μερίδιό του στο ΑΕΠ, επειδή, προφανώς, έχουν απενεργοποιηθεί τα παραδοσιακά εργαλεία παραγωγής και κατανομής, στο παρόν στάδιο ανάπτυξης.
Στα πλαίσια, εξάλλου, του μεταβιομηχανικού αναπτυξιακού σταδίου διαπιστώνεται εξάντληση των αναπτυξιακών περιθωρίων στις προηγμένες οικονομίες, και αυτή εμφανίζεται μέσα από τις μεταβολές της μετακίνησης, ανάμεσα στους παραγωγικούς τομείς, των δύο βασικών συντελεστών παραγωγής. Η μετακίνηση αυτή εκτιμάται ότι αυξάνει την παραγωγικότητα, κατά 44%, όταν διενεργείται από τον πρωτογενή στο δευτερογενή τομέα, ενώ όταν η μετακίνηση πραγματοποιείται από τον δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα παραγωγικότητα ανέρχεται μόνον κατά 15%[12]. Και, ακριβώς, στο τρίτο στάδιο καπιταλιστικής εξέλιξης, η μετακίνηση των δύο βασικών συντελεστών της παραγωγής έχει αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή από τον δευτερογενή (αποβιομηχάνιση), προς τον τριτογενή. Ο περιορισμός του ρυθμού ανάπτυξης, που έτσι προκύπτει, εμποδίζει τη θετική λειτουργία της έντασης της απασχόλησης, παρότι διαχρονικά έχει περιοριστεί σημαντικά στην Ευρώπη (στη δεκαετία του ’60 η σχέση ρυθμού ανάπτυξης και δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης ήταν, 4.2%, ενώ έκτοτε εκτιμάται σε μόνον 2%)[13].
- Παγκοσμιοποίηση και απασχόληση
Η πλήρης απελευθέρωση των διεθνών συναλλαγών αύξησε δραματικά την προσφορά κυρίως ανειδίκευτης εργασίας στις προηγμένες οικονομίες, που προέρχεται από αναπτυσσόμενες και ταυτόχρονα ενθάρρυνε τη μαζική μετεγκατάσταση επιχειρήσεων, από τις οικονομικά προηγμένες, προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες[14], με αποτέλεσμα να προκληθεί σημαντική απώλεια θέσεων εργασίας στις πρώτες. Με την παγκοσμιοποίηση, εξάλλου, η ανταγωνιστικότητα απέκτησε ηγετικό ρόλο στις αποφάσεις και ενέργειες των επιχειρηματιών και των επί μέρους εθνικών κυβερνήσεων των προηγμένων οικονομιών. Το περιεχόμενο, ωστόσο, αυτής της νέας μορφής ανταγωνιστικότητας εμφανίζεται με ολοένα πιο επιθετικό χαρακτήρα απέναντι στις χώρες-ανταγωνίστριες, εφόσον το γέρας της νίκης και της επιτυχίας είναι η εξασφάλιση ολοένα μεγαλύτερου μεριδίου στο διεθνές εμπόριο. Και ως το κυριότερο και πιο αποτελεσματικό μέτρο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας αναγνωρίζεται, γενικώς, ο περιορισμός του κόστους εργασίας, με τη βοήθεια μαζικών απολύσεων.
- Η νέα μορφή της τεχνικής προόδου στον ώριμο καπιταλισμό
Χάρη στη νεοκλασικής έμπνευσης συνάρτηση παραγωγής Cobb-Douglas δίνεται, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λύση, στο πολυσυζητημένο και εξαιρετικά περίπλοκο πρόβλημα του τρόπου κατανομής του προϊόντος ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Με βάση παρατηρήσεις, που αφορούσαν μια αρκετά μακρόχρονη περίοδο, έγινε δεκτό ότι τα μερίδια εργασίας και κεφαλαίου στο ΑΕΠ παραμένουν σταθερά, και διαμορφώνονται σε 2/3 για την εργασία και σε 1/3 για το κεφάλαιο, με μικρές αποκλίσεις που, διαχρονικά, αλληλοεξουδετερώνονται. Η παραδοχή, βέβαια, αυτή υποθέτει τη χρησιμοποίηση ουδέτερης τεχνικής προόδου[15], ή και τεχνικής προόδου εντάσεως κεφαλαίου[16] ή εντάσεως εργασίας[17], των οποίων όμως οι προκαλούμενες διαφορές απόδοσης ανάμεσα στους δύο συντελεστές της παραγωγής εξουδετερώνονται διαχρονικά. Και τα τρία αυτά είδη τεχνικής προόδου, που επικράτησαν στο βιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης, και που προϋποθέτουν ποσοτική αύξηση των χρησιμοποιουμένων, στην παραγωγική διαδικασία, συντελεστών παραγωγής, φαίνεται να έχουν σημαντικά υποχωρήσει στο μεταβιομηχανικό, που τώρα διανύουμε, δίνοντας τη θέση τους στη μη ενσωματωμένη τεχνική πρόοδο. Πρόκειται για τη νέα τεχνολογία, η οποία δεν ενσωματώνεται στο κεφάλαιο, δεν προστίθεται στον όγκο του, δεν προϋποθέτει επένδυση παγίου κεφαλαίου διότι δεν είναι ποσοτική, παρότι αυξάνει την παραγωγικότητα και των δύο συντελεστών παραγωγής[18][19]. Πρόκειται για “βελτιωμένες/προηγμένες γνώσεις”, που περιορίζουν την αναγκαία ποσότητα εργασίας και κεφαλαίου στην παραγωγική διαδικασία των σύγχρονων οικονομιών και που αποτελούν κτήμα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Χάρις σε αυτές τις γνώσεις, που αποτελούν το επιστέγασμα της ανθρώπινης εργασίας, δηλαδή τη διανοητική, η ανθρωπότητα μπορεί να εξασφαλίσει, εφεξής, μεγαλύτερη ευμάρεια με λιγότερη εργασία, αυξάνοντας έτσι τις επιλογές του ελεύθερου χρόνου της.
Η παραγωγικότητα, που προκύπτει από τη νέα αυτή μορφή τεχνικής προόδου είναι, εξαιρετικά, δύσκολο να μετρηθεί, καθώς αφορά ποιοτικά και όχι πια ποσοτικά δεδομένα. Κατά τον Robert Gordon[20], οι καινοτομίες του παρόντος αναπτυξιακού σταδίου δεν μπορούν να συγκριθούν με τα φαντασμαγορικά αποτελέσματα της περιόδου 1870-1970, που έφεραν πραγματική επανάσταση στον τρόπο λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας, και που κατ’ αυτόν δεν είναι δυνατόν να επαναληφθούν. Αντιθέτως, η παρούσα τεχνική πρόοδος έχει ως αποτέλεσμα την πτώση της μέσης ωριαίας παραγωγικότητας της εργασίας, στις ΗΠΑ, κατά 1.33 μετά το 1970. Τα μέτρια αυτά αποτελέσματα αποδίδονται από τον Robert Gordon στη γήρανση του πληθυσμού, στην άνοδο των ανισοτήτων, στη στασιμότητα της εκπαίδευσης και στο ανερχόμενο χρέος. Κατά τον RobertGordon, η παρούσα γενιά στις ΗΠΑ (και όχι μόνον αφού οι τάσεις είναι περίπου προς την ίδια κατεύθυνση στο σύνολο των προηγμένων οικονομιών) θα είναι η πρώτη που δεν θα ξεπεράσει το βιοτικό επίπεδο των γονιών της. Την απαισιοδοξία του R. Gordon για το μέλλον της οικονομίας συμμερίζεται και ο Robert Solow με την άποψή του, που επικράτησε ως το παράδοξο του Solow:” “Βλέπει κανείς παντού υπολογιστές, αλλά η παραγωγικότητα τους δεν φαίνεται στα στατιστικά δεδομένα ” (1987) [21].
Αυτό το παράδοξο του Solow έγινε το επίκεντρο πολυάριθμων προσπαθειών ερμηνείας για το τι μπορεί να συμβαίνει με το στάδιο της πληροφορικής, και πως εξηγείται το ότι καταλήγει σε χαμηλή παραγωγικότητα. Επιλέγω από το πλήθος των σχετικών επιχειρημάτων, το ότι είναι, ίσως, ακόμη νωρίς για να έχει κανείς σαφή εικόνα των αποτελεσμάτων αυτού του νέου αναπτυξιακού σταδίου, ότι οι βελτιώσεις επεκτείνονται σε ολόκληρη την οικονομία και τους επί μέρους κλάδους της, και επομένως δεν είναι εύκολη η στατιστική εκτίμησή τους, ότι η φανταστική διαχρονική μείωση των τιμών των υπολογιστών καταλήγει σε απειροελάχιστο ποσοστό συμβολής τους στο συνολικό ΑΕΠ, αλλά πάνω από όλα ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί η παραγωγικότητα σε αυτό το στάδιο, ακριβώς επειδή συνίσταται σε άϋλα /ποιοτικά και όχι ποσοτικά αποτελέσματα, τα οποία διαχέονται σε πολλούς τομείς της οικονομίας.
Ως μερικότερο συμπέρασμα θα πρέπει να συγκρατήσουμε ότι οι σημαντικές μεταβολές που επήλθαν στην παγκόσμια οικονομία, κατά τη δεκαετία του ’70 δημιούργησαν, στην αγορά εργασίας, μακροχρόνια ανισορροπία της μορφής Προσφορά>Ζήτηση του συντελεστή “εργασία”.
Β. Και η πολιτική απασχόλησης που δεν ανανεώνεται
Οι επαναστατικές μεταβολές, που επήλθαν στην αγορά εργασίας των προηγμένων οικονομιών μετέτρεψαν την ανεργία, από κυκλική σε μόνιμη. Ήταν σαφές ότι η αντιμετώπισή της δεν θα μπορούσε πια να βασίζεται στα παραδοσιακά μέτρα της πολιτικής απασχόλησης αλλά, αντιθέτως, απαιτούσε τη λήψη νέων μέτρων οικονομικής πολιτικής. Τα νέα αυτά απολύτως αναγκαία μέτρα δεν εξασφαλίστηκαν ή, ενδεχομένως, δεν υπήρχε πολιτική βούληση, εκ μέρους των αρμοδίων, για να τεθούν σε εφαρμογή. Έτσι, όσο παράδοξο και αν αυτό φαίνεται, η ευρωπαϊκή εργασιακή πολιτική εξακολούθησε να διαπνέεται, μέχρι και εντελώς πρόσφατα, από τον πανικό εναντίον του πληθωρισμού, παρότι αυτός έδινε συχνά τη θέση του σε αντιπληθωρισμό. Αναμενόμενο, λοιπόν, ήταν ότι, όλα τα πεπερασμένα μέτρα πολιτικής, που χρησιμοποιήθηκαν για την αναθέρμανση της οικονομίας, και την αύξηση της απασχόλησης, υπήρξαν αναποτελεσματικά, σε σημείο που να αντιμετωπίζεται η λήψη μέτρων απελπισίας, όπως η ρίψη με ελικόπτερο, μεγάλης ποσότητας χαρτονομισμάτων, προκειμένου να ενισχυθεί η ζήτηση, ή ακόμη και η εφαρμογή αρνητικών επιτοκίων.
Σε πείσμα της ανοδικής τάσης της ανεργίας, και του μόνιμου χαρακτήρα της, κυρίως στην Ευρώπη αλλά όχι μόνον, οι ιθύνοντες της ΕΕ επιμένουν να την εκλαμβάνουν ως ηθελημένη, δηλαδή εξακολουθούν να υποθέτουν ότι οι στρατιές των ανέργων προτιμούν να παραμένουν άνεργοι, παρά να εργαστούν με τον μισθό ο οποίoς εκάστοτε επικρατεί στην αγορά. Κατά τους νεοκλασικούς/νεοφιλελεύθερους, η στάση αυτή των ανέργων εμποδίζει την πραγματοποίηση της πλήρους απασχόλησης, που κατ’ αυτούς είναι η μοναδική μορφή ισορροπίας στην αγορά εργασίας, και ωθεί τους εργαζομένους να προτιμούν το φαινόμενο του εισοδήματος (δηλαδή προτιμούν περισσότερες ώρες ανάπαυσης από περισσότερες ώρες εργασίας).
Παρότι, το σύνολο των υποθέσεων της οριακής θεωρίας, που διέπουν και τις συνθήκες της απασχόλησης ήταν, από την αρχή αμφισβητήσιμες, εύρισκαν, ωστόσο, ευρύ πεδίο εφαρμογής στο περιβάλλον που επικρατούσε στο βιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης, σε σύγκριση με το μεταβιομηχανικό. Γιατί, πως να διανοηθεί κανείς να μεταφέρει όρους, όπως του μέσου ή του οριακού εργάτη, που υποτίθεται ότι προσδιορίζει το μισθό του συνόλου των εργαζομένων σε κλάδο ομοειδών επιχειρήσεων, όπως του μισθού ισορροπίας, όπως της τέλειας γνώσης των συνθηκών της αγοράς, όπως της αδυναμίας επηρεασμού της τιμής από μεμονωμένο παραγωγό κ.ο.κ, αλλά και πως να μεταφέρει κανείς το περιεχόμενο του τομέα των υπηρεσιών, στο περιβάλλον του Ίντερνετ και των χρηματιστηρίων, όπου δεν υπάρχει χώρος υποδοχής για τίποτε από όσα συνθέτουν τη θεωρία νεοκλασικών/νεοφιλελεύθερων.
Ωστόσο, αυτές οι αρχές και υποθέσεις των νεοκλασικών, εξακολούθησαν να ισχύουν ως τάσεις και ως υπόβαθρο, παρότι δεν υπήρχε πια η ελάχιστη ανταπόκριση από το νέο εργασιακό περιβάλλον της μεταβιομηχανικής εποχής. Η κύρια συνέπεια αυτής της εμμονής χρησιμοποίησης εργαλείων, που ήταν εκ των προτέρων βέβαιο ότι δεν θα αποδώσουν, ήταν η πλήρης αποδιοργάνωση των κανόνων της κατανομής του εισοδήματος, ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο. Η ανωμαλία αυτή οφείλεται, πρωταρχικά, στο ότι επιτράπηκε ο διαχωρισμός παραγωγικότητας και επιπέδου μισθού, αν και η αλληλεξάρτησή τους αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της νεοκλασικής θεωρίας[22]. Και όχι μόνο, αλλά ο παραπάνω αυτός επίσημος διαχωρισμός, και μια σειρά από μέτρα εναντίον της εργασίας, και κυρίως εναντίον της ανειδίκευτης, οδήγησαν στην πλήρη ανατροπή των υποθέσεων, και των προβλέψεων της συνάρτησης Cobb-Douglas[23], όπου διαπιστώνεται (ανορθόδοξη) απώλεια του μεριδίου των μισθών, φυσικά υπέρ των κερδών, της τάξης του 5,8% στις χώρες-μέλη του G7, μεταξύ των ετών 1983-2006.
Πριν τη σύντομη αναφορά στις επί μέρους δυσκολίες, ακόμη και απλής επίκλησης, των βασικών θεωριών απασχόλησης που θα επιχειρηθεί, αμέσως, στη συνέχεια, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι σε αυτή τη χαοτική κατάσταση, στην οποίαν έχουν περιέλθει οι προσπάθειες εκτίμησης της παραγωγικότητας, καθώς και αυτές της αντιμετώπισης και του περιορισμού της ανεργίας, αναδείχθηκε ως νικητής και απόλυτος κυρίαρχος ο συντελεστής “κεφάλαιο”, κατατροπώνοντας το συντελεστή “εργασία”, και υποχρεώνοντάς τον να αρκείται σε ολοένα χαμηλότερα ποσοστά μέσα στο ΑΕΠ. Αποδεικνύεται, έτσι, περίτρανα ότι το κεφάλαιο, που ήταν ανέκαθεν ο ισχυρός συντελεστής παραγωγής, ανάκτησε την ασυδοσία του, μόλις υποχώρησαν οι ρυθμίσεις που τον υποχρέωναν σε καταστολή.
Δύο είναι οι οικονομικές κοσμοθεωρίες, η κλασική-νεοκλασική και η κεϋνεσιανή, με το ειδικό τους περιεχόμενο, που αφορά την απασχόληση και που εδώ θα μας απασχολήσει.
- Η κλασική -νεοκλασική πολιτική απασχόλησης
Στα πλαίσια της κλασικής-νεοκλασικής θεώρησης δεν προβλέπεται μακροοικονομική πολιτική για τη δημιουργία πλήρους απασχόλησης, εφόσον η κατάσταση της πλήρως απασχολούμενης οικονομίας είναι η μοναδική δυνατή ισορροπία, στους κόλπους της, και εφόσον οι οπαδοί της είναι κάθετα αντίθετοι με την οποιασδήποτε μορφής παρέμβαση στην οικονομία, και ειδικότερα στο χώρο της απασχόλησης.
Οι οπαδοί αυτής της θεώρησης παραμένουν πιστοί στον περίπου μεταφυσικό ρόλο των νόμων και των δυνάμεων της αγοράς, που κληρονόμησαν από τους φυσιοκράτες, με κάποιους βέβαια περιορισμούς της αρχικά απόλυτης ισχύος τους. Πρόκειται για το “αόρατο χέρι”, που εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύνολο των επί μέρους αγορών της οικονομίας. Πράγματι, οι κλασικοί -νεοκλασικοί λειτουργούν ως αν πιστεύουν ότι υπάρχουν “τάσεις” στην αγορά, που εκφράζονται με την προσφορά και τη ζήτηση και που αποκαθιστούν τις ανισορροπίες της. Αυτό, όμως, που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι οι κλασικοί-νεοκλασικοί αποδίδουν πλήρως τις ανισορροπίες, που εμφανίζονται στην αγορά εργασίας, στην εργατική τάξη. Η ανεργία, στην αγορά εργασίας, που αναγκαστικά είναι βραχυχρόνια, γιατί στη μακροχρόνια περίοδο η ισορροπία αποκαθίσταται οπωσδήποτε, οφείλεται σε εξωτερικές παρεμβάσεις, που παρεμποδίζουν τις δυνάμεις της αγοράς να λειτουργήσουν. Πρόκειται:
*Πρώτον, για τον ορισμό υποχρεωτικού κατώτατου μισθού, που αν οριστεί υπεράνω του εκάστοτε “μισθού ισορροπίας” αποτρέπει όσους αναζητούν απασχόληση να δεχθούν τον “μισθό ισορροπίας”[24]
*Δεύτερον, για τα επιδόματα ανεργίας, των οποίων η γενίκευση στις προηγμένες οικονομίες, ωθεί τους εργαζόμενους να προτιμούν το φαινόμενο του εισοδήματος(περισσότερες ώρες ανάπαυσης), σε βάρος αυτού της υποκατάστασης (περισσότερες ώρες εργασίας), και
*Τρίτον, για το ρόλο των συνδικάτων εργατών, που φυσικά θεωρείται αρνητικός, κατά την κρίση των κλασικών-νεοφιλελεύθερων, κυρίως, επειδή η αγορά εργασίας έπαυσε να είναι ατομική, και οι παράλογες τυχόν απαιτήσεις των εργαζομένων υποστηρίζονται συλλογικά και όχι μεμονωμένα.
Μετά το 1973, η αύξηση της ανεργίας, που ήταν σημαντική και συνεχής, καθώς και η δραματική, σε πολλές περιπτώσεις, καθήλωση των μισθών[25] ή και η δραστική τους μείωση[26], δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιας μορφής ερμηνείες. Επιπλέον, όμως, να αναφέρω και το ότι μια σειρά, από ad hocέρευνες, που διενεργήθηκαν σε πολλές χώρες, ουδόλως επιβεβαιώνουν τις υποθέσεις των σύγχρονων καταιγιστικών μεταρρυθμίσεων. Πολλές από τις μελέτες αυτές καταλήγουν σε πολύ αμφισβητούμενα συμπεράσματα, ενώ τα αποτελέσματα πολλών άλλων διαψεύδουν τις σχετικές νεοκλασικές υποθέσεις[27].
Η εμμονή της ΕΕ να εξακολουθεί να στηρίζει την οικονομική της πολιτική στις νεοκλασικές απόψεις που ουδέποτε επαληθεύθηκαν ξεκινά, προφανώς, με την προσπάθειά της να καλύψει το αναπτυξιακό χάσμα ανάμεσά της και στις ΗΠΑ, που το αποδίδει στην ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας, στην περίπτωσή της, σε αντίθεση με την Αμερική. Η βασική υπόθεση, που όπως απέδειξε ο J.M. Keynes, ουδόλως ανταποκρίνεται στα πράγματα είναι η παραδοχή της ύπαρξης θετικής συνάρτησης της επένδυσης από την αποταμίευση. Με βάση αυτήν την παραδοχή, η ενθάρρυνση των κερδών, σε βάρος των μισθών ενθαρρύνει την επένδυση και συνεπώς και την ανάπτυξη. Οι προτροπές αυτής της πολιτικής, όπως περιλαμβάνονται στο Λευκό Βιβλίο του 1993 είναι η μείωση του εργατικού μισθού κάτω από την παραγωγικότητα της εργασίας, ο περιορισμός του κοινωνικού μισθού και η απόδοση πρωταρχικής σημασίας στη νομισματική σταθερότητα, παρότι αυτή περιορίζει την απασχόληση.
Η κλασική-νεοκλασική πολιτική αντιμετώπισης της ανεργίας ουδέποτε επαληθεύθηκε, στη βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμη περίοδο. Οι επιπτώσεις αυτής της αποτυχίας ήταν, ωστόσο, πολύ λιγότερο τραυματικές, όσο η ανεργία βρισκόταν σε ελεγχόμενα επίπεδα, και πολύ περισσότερο μετά το 1973 και μέχρι σήμερα που η αποτυχία της συνδέεται με την έλευση χρόνιας οικονομικής στασιμότητας και αντιπληθωρισμού.
- Η κεϋνσιανή πολιτική απασχόλησης
Οι αρνητικές εμπειρίες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, των ετών 1929-33, συνέβαλαν στην πλήρη εγκατάλειψη των κλασικών-νεοκλασικών απόψεων και ταυτόχρονα προσέδωσαν στη θεωρία του J.M. Keynes τη μορφή επανάστασης. Η κεϋνσιανή θεωρία απασχόλησης γελοιοποιεί τις απόψεις των κλασικών-νεοκλασικών[28], και ειδικότερα αυτές περί των αιτίων της ανεργίας, απορρίπτοντας πλήρως αυτήν περί της “ηθελημένης ανεργίας”. Για τον J.M. Keynes,αντιθέτως, η ανεργία είναι μη ηθελημένη (εκτός από ένα ασήμαντο ποσοστό της), οφείλεται στον ώριμο καπιταλισμό που χρειάζεται ολοένα μικρότερη ποσότητα εργασίας, και περιορίζει διαχρονικά τη συνολική δαπάνη για κατανάλωση και επένδυση. Κατά την κεϋνσιανή άποψη, η ζήτηση εργασίας είναι συνάρτηση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες. O Keynes, εξάλλου, απορρίπτει τη μονομέρεια της νεοκλασικής θεωρίας, σχετικά με την ύπαρξη μιας μοναδικής ισορροπίας, αυτής της πλήρους απασχόλησης και εισάγει μια νέα μορφή της, αυτήν της ισορροπίας υποαπασχόλησης. Οι διαπιστώσεις αυτές, σχετικά με τα αίτια της ανεργίας αποκλείουν, παντελώς, την απόδοση ευθυνών για τη δημιουργία τους στους εργαζόμενους. Και επειδή η ανεργία δεν είναι μόνο βλαβερή για τους ανέργους, αλλά και για ολόκληρη την οικονομία, σε αντίθεση με τη νεοκλασική θεωρία, που είναι μικροοικονομική, ο Keynes προτείνει τη λήψη μακροοικονομικών μέτρων. Το επιστέγασμα αυτών των μέτρων αφορά τη στενή συνεργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, και ειδικότερα τη δραστηριοποίηση του δημοσίου, κάθε φορά που η δαπάνη του ιδιωτικού τομέα δεν επαρκεί για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης. Η προσφορά εργασίας, κατά τον Keynes, εκλαμβάνεται ως απολύτως ελαστική, ενώ η αύξηση της ζήτησης εργατικού δυναμικού, όσο υπάρχει υποαπασχόληση, δηλαδή, ώσπου να επιτευχθεί πλήρης απασχόληση, δεν επιδρά στο επίπεδο των τιμών, αλλά μόνον σε αυτό της απασχόλησης. Ο Keynes διαψεύδει τη νεοκλασική/νεοφιλελεύθερη άποψη ότι η επένδυση είναι συνάρτηση της αποταμίευσης και, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η επένδυση εξαρτάται από την οριακή απόδοση του κεφαλαίου (από την απόδοση που προβλέπει ότι θα εξασφαλίσει ο επενδυτής από την εκάστοτε τελευταία επένδυσή του). Η ιδιωτική επένδυση είναι, συνεπώς, μέγεθος εξαιρετικά ασταθές, και αναφορικά με τη ζήτηση για κατανάλωση, η ανισότητα κατανομής την περιορίζει και στη θέση της ενθαρρύνεται η αποταμίευση/αποθησαύριση. Η πρόταση του Keynes για την επίτευξη πλήρους απασχόλησης είναι η ανάγκη ανακατανομής του εισοδήματος, υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων, εφόσον θεωρείται βέβαιο ότι αυτοί θα σπεύσουν να δαπανήσουν τα επιπλέον εισοδήματά τους, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό πλήρη απασχόληση.
Η υλοποίηση της κεϋνσιανής πολιτικής απασχόλησης, μετά το 1958, επαφίεται στην καμπύλη του Phillips[29], που όπως είναι γνωστό εξασφαλίζει τη δυνατότητα επιλογής της εκάστοτε εφαρμοζόμενης πολιτικής, ανάμεσα σε περισσότερο πληθωρισμό και λιγότερη ανεργία, ή χαμηλότερο πληθωρισμό και περισσότερη ανεργία. Το σχήμα αυτό λειτούργησε ικανοποιητικά ως τη δεκαετία του ’70, αλλά στη συνέχεια, και όταν η ισορροπία υποαπασχόλησης εγκαθίσταται, καταρχήν στην Ευρώπη και όχι μόνον, η εφαρμογή του συναντά ανυπέρβλητες δυσκολίες, και τούτο επειδή οι οικονομίες με ανεργία έχουν, ταυτόχρονα, εισέλθει και σε χρόνια κατάσταση ύφεσης ή, πρόσφατα, και σε μόνιμη οικονομική στασιμότητα. Στην καμπύλη, συνεπώς, του Phillips υπάρχει εφεξής ανεργία, που όμως δεν είναι πια δυνατόν να ανταλλαχθεί με υψηλότερο ρυθμό πληθωρισμού, παρότι οι ιθύνοντες της ΕΕ προσπαθούν με τρόπους, μη αποτελεσματικούς, μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο, να επιτύχουν ρυθμό πληθωρισμού 2%, που θεωρούν ότι εξασφαλίζει την ισορροπία.
Περατώνοντας την παράγραφο Ι της παρούσας εισήγησης το συμπέρασμα που εξάγεται από την μέχρι τώρα ανάλυση είναι ότι στις σύγχρονες οικονομίες του ώριμου καπιταλισμού δεν είναι πια δυνατή η αντιμετώπιση της ανερχόμενης ανεργίας με τη βοήθεια παραδοσιακών θεωρητικών κατασκευών.
ΙΙ. Ανάγκη νέας πολιτικής για την αντιμετώπιση της νέας μορφής ανεργίας στο μεταβιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης
Στα πλαίσια της δεύτερης αυτής παραγράφου, και στα τρία σημεία της, θα προσπαθήσω να αποδείξω, πρώτον, ότι η ανεργία, στον ώριμο καπιταλισμό, που τώρα διανύουν οι προηγμένες οικονομίες, είναι ένα ψευδοπρόβλημα ενώ το πραγματικό, που συγκαλύπτεται, είναι ο τρόπος κατανομής του προϊόντος. Στη συνέχεια, και σε ένα δεύτερο σημείο της θα επιστρατεύσω τους λόγους, για τους οποίους η συνέχιση αυτής της κατάστασης είναι, ήδη, επικίνδυνη και προβλέπεται ότι θα επιδεινωθεί στο άμεσο μέλλον, και τέλος στο τρίτο σημείο θα προτείνω μια νέα πολιτική για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Α. Η ανεργία, στον ώριμο καπιταλισμό, είναι ένα ψευδοπρόβλημα
Όπως υποστήριξα στην παράγραφο Ι, η ανεργία στο μεταβιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης είναι το αποτέλεσμα της αδυναμίας του ώριμου καπιταλισμού να απασχολήσει το σύνολο του εκάστοτε διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Είναι παράλογο, συνεπώς, αυτή η αναπότρεπτη εξέλιξη να αποβαίνει σε βάρος του συντελεστή “εργασία”, που εκλαμβάνεται ως “μαύρο πρόβατο”, και να αποκλείεται από τα πλεονεκτήματα της οικονομικής μεγέθυνσης, ολοένα και περισσότερο μετά το 1973. Στις νομοτελειακές αυτές εξελίξεις του καπιταλισμού προστίθενται, εξάλλου, και πολύπλευρες δυσμενείς συνέπειες για την εργασία, που είναι το αποτέλεσμα της λήψης μέτρων, που διαιωνίζουν και εντείνουν την υποαπασχόληση. Η συνεχής εφαρμογή τέτοιας μορφής μέτρων εύκολα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δημιουργία και η διατήρηση της ανεργίας είναι ενσυνείδητη και οι συνέπειές της επιθυμητές. Ενδεικτικά αναφέρω την επιλογή της αυστηρής νομισματικής σταθερότητας, ως πρωταρχικό στόχο της σύγχρονης ευρωπαϊκής μακροοικονομικής πολιτικής, παρότι είναι περιοριστική της απασχόλησης, την ουσιαστική κατάργηση της δημοσιονομικής πολιτικής, που δημιουργούσε ελλείμματα στον προϋπολογισμό, στην κατιούσα φάση του οικονομικού κύκλου, προκειμένου να αναθερμανθεί η οικονομία, την ανοχή της μαύρης εργασίας, επειδή περιορίζει το κόστος παραγωγής και αυξάνει την ανταγωνιστικότητα, την ενθάρρυνση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, που ουσιαστικά καταργεί το παραδοσιακό καθεστώς της πλήρους απασχόλησης κ.ά.
Το πρόβλημα της ανεργίας, κυρίως στην Ευρώπη και όχι μόνο, είναι ουσιαστικά πρόβλημα κατανομής του προϊόντος, που στον ώριμο καπιταλισμό είναι άλυτο, καθώς έχουν πλήρως απενεργοποιηθεί τα σχετικά θεωρητικά εργαλεία, που ήταν σε θέση, αν και όχι πάντοτε απολύτως ικανοποιητικά, να προσδιορίσουν το μερίδιο της εργασίας και του κεφαλαίου στο παραγόμενο προϊόν. Με βάση τη σχετική σταθερότητα της σχέσης των αμοιβών κεφαλαίου και εργασίας[30], και παρά τις κάποιες συγκρούσεις, που ήταν γενικά ήπιας μορφής, εξασφαλίστηκε μέχρι τη δεκαετία του ’70 η εξίσωση προσφοράς και ζήτησης, η πλήρης απασχόληση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, αλλά και η εξασφάλιση ταχύτατων ρυθμών ανάπτυξης. Να σημειωθεί, ακόμη, ότι μέχρι τη δεκαετία του ’70, οι διαφορές στο επίπεδο αμοιβής ειδικευμένων και ανειδίκευτων εργαζομένων ήταν, αρκετά, περιορισμένες.
Μετά το τέλος, ωστόσο, της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, εισέβαλε το χάος στην οικονομία της ΕΕ, με τη μορφή ανερχόμενης ανεργίας, και στις ΗΠΑ με την εγκαθίδρυση της κοινωνίας των 2/3. Οι εξελίξεις αυτές, είναι απόρροια της πλήρους αποδιοργάνωσης του παραδοσιακού τρόπου υπολογισμού της παραγωγικότητας της εργασίας, και συνεπώς και της κατανομής του προϊόντος μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου. Η αποδιοργάνωση αυτή θα πρέπει να αποδοθεί στην εμφάνιση των πρωτόγνωρων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών του μεταβιομηχανικού αναπτυξιακού σταδίου, για την αποκωδικοποίηση των οποίων δεν είχε ληφθεί ούτε η ελάχιστη μέριμνα. Στο νέο, λοιπόν, αυτό καπιταλιστικό στάδιο, στο οποίο δεν έχουν εφαρμογή τα θεωρητικά σχήματα του παρελθόντος, και για τη λειτουργία του οποίου δεν έχουν προβλεφθεί υποκατάστατά τους, έχουν κυριολεκτικά εισορμήσει οι άγριοι νόμοι της ζούγκλας. Και στη ζούγκλα οι μεγάλοι και ισχυροί καταβροχθίζουν τους μικρούς και ανίσχυρους. Προφανώς, στον τρόπο κατανομής της ζούγκλας, που εγκαθιδρύθηκε στο μεταβιομηχανικό στάδιο, επικρατεί πλήρως και επιβάλλει τους δικούς του νόμους, ο ισχυρότερος των δύο βασικών συντελεστών της παραγωγής, που είναι το κεφάλαιο, και που με τις νέες συνθήκες που επικρατούν, δεν υπόκειται πια σε περιοριστικούς όρους, και είναι εντελώς ανεξέλεγκτος. Μερικά από τα πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά του νέου αυτού αναπτυξιακού σταδίου, στα οποία αποδίδονται οι πολύ σημαντικές δυσκολίες κατανομής του προϊόντος, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής. Στους τρεις βασικούς συντελεστές της παραγωγής[31], πρέπει ήδη να προστεθεί και ένας τέταρτος, που είναι η γνώση και που έγινε ήδη το μέσον και όχι ένα από τα μέσα[32]. Η κλασική, ωστόσο, διάκριση σε τρεις (ή και ήδη τέσσερις ) συντελεστές παραγωγής φαίνεται να μην έχει πια περιεχόμενο, εφόσον στην μεταβιομηχανική κοινωνία, οι τρεις συντελεστές παραγωγής και η τεχνική πρόοδος συγχέονται στο τελικό προϊόν, που και αυτό αποτελεί συνδυασμό ύλης και υπηρεσιών, και ο διαχωρισμός της παραγωγικότητας του καθενός είναι, προς το παρόν, αδύνατος. Αλλά, και η παραδοσιακή διάκριση σε τρεις βασικούς τομείς παραγωγής[33]έχει πια οριακή μόνο σημασία, εφόσον τα νέα προϊόντα προέρχονται ταυτόχρονα και από τον δευτερογενή και από τον τριτογενή τομέα. Εξάλλου, η διανοητική εργασία, που κατά βάση κυριαρχεί στο μεταβιομηχανικό αναπτυξιακό στάδιο είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να υπαχθεί στις παραδοσιακές ιεραρχημένες σχέσεις εργοδότη-εργαζόμενου και κεφαλαίου-εργασίας. Και τούτο επειδή η νέα αυτή μορφή εργασίας, ή και ο νέος αυτός συντελεστής παραγωγής ενσωματώνει τεχνική πρόοδο με τη μορφή μόρφωσης-εκπαίδευσης, χωρίς τον οποίον το κεφάλαιο δεν μπορεί να είναι αποδοτικό. Αλλά, και η επένδυση αλλάζει, ριζικά, μορφή δεδομένου ότι ένα σημαντικό της τμήμα δεν επενδύεται πια στο κεφάλαιο, αλλά αφορά την ποιότητα της εργασίας, στην εκπαίδευση στην οποία και επενδύεται.
Με τις συνθήκες αυτές, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η ανεργία, παρότι αυτή προβάλλεται ως το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι η αδυναμία, με βάση κανόνες κατανομής του προϊόντος, που να είναι γενικώς αποδεκτοί, ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, και οφείλεται βέβαια στην αδυναμία, στην απροθυμία ή και στην αβελτηρία των υπευθύνων για τις τύχες της Ευρώπης να αντιληφθούν ότι η νέα κατάσταση πραγμάτων απαιτεί νέο οπλοστάσιο για την αντιμετώπισή του. Και να επικεντρωθούν, στη συνέχεια, στην προσπάθεια κατάστρωσης ενός νέου ρυθμιστικού πλαισίου κατανομής τού συνεχώς ανερχόμενου πλούτου, που να είναι συμβατό με τις νέες συνθήκες, που διέπουν το μεταβιομηχανικό αναπτυξιακό στάδιο.
Με τις νέες συνθήκες που επικρατούν στο μεταβιομηχανικό αναπτυξιακό στάδιο, η ανοχή των ανέργων και ο αποκλεισμός τους από τα αποτελέσματα της προόδου αποτελεί κλοπή και σφετερισμό της κληρονομιάς, που δημιουργήθηκε από ολόκληρη την ανθρωπότητα και ανήκει σε όλους τους κατοίκους της Γης.
Β. Οι κίνδυνοι, παρόντες και μελλοντικοί
Η έλλειψη κανόνων, έστω και με προβλήματα, όπως ήταν αυτοί που επικράτησαν στο βιομηχανικό στάδιο, και συνεπώς η ανάθεση της κορυφαίας αυτής λειτουργίας της οικονομίας, που είναι η κατανομή, στην άναρχη επικράτηση των επιθυμιών και των αποφάσεων των εκάστοτε ισχυρότερων, συνδέεται με ανεξέλεγκτης έκτασης κινδύνους, οι οποίοι παρεμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της οικονομίας. Και στην περίπτωση που υπάρχει μόνιμη και σημαντική υποαπασχόληση, η χαώδης αυτή κατάσταση στο χώρο της κατανομής καταλήγει, σίγουρα, σε εκμετάλλευση της εργασίας.
Αφήνοντας, προς το παρόν, κατά μέρος ανησυχίες κοινωνικής υφής, και παραμένοντας στο καθαρώς οικονομικό πεδίο, είναι αυτονόητη η παραδοχή ότι το πρόβλημα των ανισοτήτων κατανομής έχει λάβει εφιαλτικές διαστάσεις, κυρίως στο εσωτερικό των προηγμένων οικονομιών[34]. Οι ανισότητες αυτές εγκυμονούν τεραστίων διαστάσεων κινδύνους, τόσο για την παγκόσμια οικονομία, όσο και για τα επί μέρους εθνικά κράτη, που ήδη είναι εμφανείς. Ειδικά στα πλαίσια της ΕΕ, όπου το οικονομικό κλίμα έχει, σοβαρά, επιδεινωθεί από τη χρόνια εφαρμογή πολιτικής λιτότητας, οι συνθήκες που ήδη επικρατούν παραπέμπουν στον κίνδυνο της εγκαθίδρυσης μόνιμης στασιμότητας[35].
Πράγματι, οι διαστάσεις που έλαβαν οι ανισότητες τα τελευταία αυτά χρόνια, ως αποτέλεσμα επικίνδυνων επιλογών, όπως ανάμεσα και σε άλλες, της εφαρμογής των πιο ακραίων απόψεων του νεοφιλελευθερισμού[36], της αέναης αντιπληθωριστικής πολιτικής, και αφού είχε εξαλειφθεί κάθε πληθωριστικός κίνδυνος, της δραστικής διαχρονικής μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των πλουσίων[37], της χωρίς φραγμούς διάνοιξης των εθνικών συνόρων στις χρηματοπιστωτικές αγορές[38], της εντεινόμενης διαπλοκής ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στους πολιτικούς, που σε παγκόσμια βάση υπολογίζεται, ότι αυξήθηκε κατά 385%, για την περίοδο 2004-2014, δημιουργώντας πλούτο 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων[39], της επιλογής του χρέους ως πρωταρχικού προβλήματος, και όχι (όπως θα έπρεπε) της ανερχόμενης υποαπασχόλησης σε συνδυασμό και με την οικονομική στασιμότητα[40], του Διαδικτύου[41], της προώθησης ανασφαλών μορφών απασχόλησης, που διαχωρίζονται ολοένα και περισσότερο από το καθεστώς της πλήρους απασχόλησης, του ρυθμού απόδοσης του κεφαλαίου που υπερβαίνει τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ[42] κ.ά.. Ο ολέθριος συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων ενισχύει και διατηρεί την υποαπασχόληση και την ανεργία.
Τα επίσημα δεδομένα των ανισοτήτων κατανομής, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, δεν είναι πια δυνατόν να αγνοούνται με δηλώσεις των νεοφιλελεύθερων της μορφής ότι “πάντα υπήρχαν ανισότητες”, ή ακόμη ότι “ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης των ανισοτήτων είναι η αύξηση της παραγωγής”. Αντιθέτως, οι δραματικές επιπτώσεις της κορύφωσης των ανισοτήτων επαναφέρει στο διεθνές προσκήνιο τις ηθελημένα αγνοούμενες αναδιανεμητικές πολιτικές του J.M. Keynes. Έτσι, εντελώς πρόσφατα ο AnthonyAtkinson[43] υποστηρίζει ότι πρέπει οι δυτικές οικονομίες να επανέλθουν στο επίπεδο ανισοτήτων, που επικρατούσε πριν από το 1980 και αυτό δεν είναι δυνατόν μόνον με την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών, αλλά είναι απαραίτητο να συμπληρωθούν και με ισότητα αποτελεσμάτων. Και αυτό είναι δυνατόν, μόνον με τη βοήθεια ανακατανεμητικής πολιτικής.
Μερικά, μόνον, από τα όντως απίστευτης εμβέλειας αποτελέσματα των σύγχρονων ανισοτήτων, αναφέρονται στη συνέχεια:
*62 άτομα κατέχουν το εισόδημα 3,5 δισεκατομμυρίων κατοίκων της υφηλίου[44].
*To 0.7% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει στην κατοχή του το 41% του παγκόσμιου πλούτου.
*Το 8,35% των πλουσιότερων κατοίκων του πλανήτη κατέχει το 83,3% του παγκόσμιου πλούτου.
*Το 68,7% των φτωχότερων κατοίκων της υφηλίου δεν έχουν στη διάθεσή τους παρά το 3% του παγκόσμιου πλούτου.
*Κατά την περίοδο 2009-2012,η αγοραστική δύναμη του 99%των αμερικανικών νοικοκυριών παρέμεινε αμετάβλητη, και το 95% των κερδών κατευθύνθηκε προς το 1% των πλουσιότερων.
Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι παρά την κάθετη μείωση του μεριδίου της εργασίας στο παγκόσμιο ΑΕΠ, οι μεγαλύτερες ανισότητες διαπιστώνονται στο χώρο των εισοδημάτων της εργασίας και όχι του κεφαλαίου, ενώ μόνο ένα απειροελάχιστο ποσοστό, γύρω στο 0,01% συσσωρεύει τεράστια ποσά από το κεφάλαιο. Η εξήγηση, πιθανότατα, αυτής της εξέλιξης θα όφειλε να αναζητηθεί στις αστρονομικές αμοιβές των “χρυσών αγοριών”, για τις πολύ συγκεκριμένες υπηρεσίες τους, που μπορούν να συνοψιστούν στην υποχρέωσή τους να εξασφαλίζουν κέρδη με κάθε μέσον, έστω και πατώντας επί πτωμάτων. Και, όπως αποδείχθηκε, οι μειώσεις μισθών των εργαζόμενων και οι μαζικές απολύσεις είναι το προσφορότερο όπλο τους.
Οι πρωτόγνωρες αυτές ανισότητες είναι, σε μεγάλο βαθμό, υπεύθυνες για την επιβράδυνση της ανάπτυξης, και για τις ανησυχητικές ενδείξεις της παγκόσμιας οικονομίας, που φαίνεται να εισέρχεται σε φάση μόνιμης στασιμότητας. Να σημειωθεί ότι τα μέτρα που λαμβάνονται από το 2007, για να την αναζωογονήσουν, δεν έχουν αποτέλεσμα, ούτε στην Ευρώπη, με την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, αλλά ούτε και στις ΗΠΑ. Ειδικότερα, η FED, αφού διατήρησε τα επιτόκια, γύρω στο μηδέν, επί επτά χρόνια, και αφού δαπάνησε περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια για ποσοτική χαλάρωση, τώρα συζητά σοβαρά τη λήψη ενός μέτρου απόλυτης απελπισίας, που είναι η ρίψη δολαρίων με ελικόπτερο.[45] Οι τεράστιες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος περιορίζουν, επικίνδυνα τη συνολική δαπάνη της οικονομίας, όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο Ι,Α. προς όφελος της αποταμίευσης /αποθησαύρισης, και επιπλέον στρέφουν τη ζήτηση προς την κερδοσκοπία των χρηματιστηρίων και προς την απόκτηση πολυτελών αγαθών και υπηρεσιών, σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, καθώς και της παραγωγής αγαθών για την κάλυψη βασικών αναγκών. Η πτώση της ζήτησης για κατανάλωση συμπαρασύρει, προς τα κάτω, και τη ροπή για επένδυση. Από το 2007 εκτιμάται ότι, στην Ευρώπη, η επένδυση μειώθηκε κατά περίπου 30%.
Ωστόσο, η δραματικότερη συνέπεια των ανεξέλεγκτων πια ανισοτήτων κατανομής
προβάλλεται μέσα από τα ευρήματα οικονομολόγων του BrookingInstitution[46], που διαπιστώνει ότι “οι φτωχοί δεν χάνουν μόνο εισόδημα και ποιότητα ζωής, αλλά και χρόνια από τη ζωή τους”. Και η απώλεια ετών ζωής των φτωχών αυξάνει παράλληλα με την άνοδο του βαθμού ανισοτήτων. Συγκεκριμένα, η απώλεια ετών ζωής ανδρών, που γεννήθηκαν το 1920 ήταν 6, μεταξύ των πλουσιότερων 10% και των φτωχότερων 10%. Η διαφορά αυτή διπλασιάζεται για άνδρες που γεννήθηκαν το 1950. Ο μέσος όρος ζωής των πλουσιότερων είναι 87,2 και για τους φτωχότερους, αντίστοιχα, 73,6. Οι ανισότητες, συνεπώς, της κατανομής σκοτώνουν τους φτωχότερους.
Γ. Πρόταση μιας νέας πολιτικής απασχόλησης
Όπως προκύπτει από την μέχρι τώρα ανάλυση της παρούσας μελέτης, η πρότασή μου είναι η επάνοδος καταρχήν της Ευρώπης και όχι μόνο, σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, που να συνδυάζει, ταυτόχρονα, και δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, με την επάνοδο των μεριδίων εργασίας και κεφαλαίου στην Cobb-Douglas συνάρτηση, και στη σχέση τους πριν από την κρίση. Η πρόταση αυτή, πέρα από την ανάγκη λήψης υπόψη κριτηρίων στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης, αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των προηγμένων οικονομιών, που αγγίζουν ήδη το αδιέξοδο, αλλά επιπλέον, προσφέρει λύση και για το μέλλον, που αναγγέλλεται ζοφερότερο του παρόντος, και πιο συγκεκριμένα, επειδή:
* Οι ανισότητες προβλέπεται ότι, μελλοντικά, θα διευρυνθούν[47].
* Η απώλεια θέσεων εργασίας, και όχι μόνο ανειδίκευτων θα κορυφωθεί με την αποφασιστική είσοδο των ρομπότ στην καθημερινότητά μας[48].
Να υπενθυμίσω, εδώ, τον ορισμό της πλήρους απασχόλησης: “όλοι όσοι είναι σε θέση και επιθυμούν να εργαστούν, με το μισθό που επικρατεί στην αγορά, εξασφαλίζουν απασχόληση”. Να παρατηρήσω, ακόμη, κάτι που θεωρώ σημαντικό, ότι ο ορισμός της πλήρους απασχόλησης δεν περιλαμβάνει αριθμό ωρών εργασίας, ημερήσιας-μηνιαίας-ετήσιας. Και ορθά, διότι ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να είναι δεδομένος, αλλά αντιθέτως μεταβάλλεται, ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε σταδίου του καπιταλισμού, που όπως είναι γνωστό περιορίζει όσο ωριμάζει, τις ανάγκες του για εργασία. Έτσι, για τη Γαλλία, που εμφανίζει και τις τάσεις των εξελίξεων των λοιπών προηγμένων οικονομιών[49], το 1831 η διάρκεια της μέσης ετήσιας εργασίας είχε οριστεί σε 3041 ώρες. Μετά το 1915 αυτή μειώθηκε, αντίστοιχα, στις 2701, το 1920 μειώθηκε ακόμη περισσότερο στις 2353, το 1940 οι ετήσιες ώρες εργασίας περιορίστηκαν στις 2022, η πτώση συνεχίστηκε το 1970 με ετήσιες ώρες εργασίας στις 1972 και το 2000 είναι αντίστοιχα στις 1515, με τάση περαιτέρω μείωσης. Τίθεται, εύλογα, λοιπόν, ένα μεγάλο ερωτηματικό, το γιατί, δηλαδή, αρχίζοντας από την Ευρώπη, που εμφανίζεται ως η καπιταλιστικά ωριμότερη οικονομία του πλανήτη[50], αλλά και με την υψηλότερη, συνολικά, ανεργία μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, δεν ακολούθησε την παράδοση της μείωσης των ωρών εργασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι νέες συνθήκες του ώριμου καπιταλισμού.
Ο έγκαιρος περιορισμός των ωρών εργασίας, στο παρελθόν, και ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70 συνδυάστηκε με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και σχετική κοινωνική ειρήνη. Σε πείσμα, όμως, των σημαντικών διαρθρωτικών μεταβολών, που συντελέστηκαν στις προηγμένες οικονομίες, μετά το 1973, η αντιμετώπιση της ολοένα ανερχόμενης και μόνιμης υποαπασχόλησης εξακολούθησε, κυρίως στην Ευρώπη, να αντιμετωπίζεται ως κυκλική, ως μη ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα, ως θέμα που οφείλεται στην άρνηση των εργαζόμενων να εργαστούν με τον μισθό της αγοράς, ή ακόμη, ως συνέπεια της μη αποτελεσματικής μακροοικονομικής πολιτικής που για αυτό θα έπρεπε να υποκατασταθεί από μεθόδους μικροοικονομικής έμπνευσης. Η εμμονή αυτή των σύγχρονων οικονομιών, να παραμείνουν σε σχήματα του παρελθόντος, παρότι έχουν συμβεί επαναστατικές μεταβολές στο καθεστώς που διέπει τις προηγμένες οικονομίες, μπορεί, πιθανότατα, να ερμηνευθεί μέσα από την ανεξέλεγκτη πια αναζήτηση του μέγιστου κέρδους, με τη βοήθεια μιας φονικής ανταγωνιστικότητας, η οποία στρέφεται εναντίον των πιο αδύναμων ανταγωνιστών, και η οποία εστιάζεται κυρίως στο ανθυγιεινό περιβάλλον των χρηματιστηρίων. Το στάδιο της οικονομικής στασιμότητας, που απασχόλησε πολύ σοβαρά τους κλασικούς οικονομολόγους και τον J.M. Keynes, δεν φαίνεται να προβληματίζει τους σύγχρονους οικονομολόγους, ή τουλάχιστον δεν φαίνεται να ενθαρρύνει προτάσεις για ριζικές μεταβολές νοοτροπίας, που όμως τώρα επιβάλλονται περισσότερο, από ποτέ άλλοτε.
Σχετικά, με τις απόψεις παλαιότερων οικονομολόγων, για το πως θα είναι η ανθρωπότητα στο μεταβιομηχανικό στάδιο, αναφέρω πολύ συνοπτικά, καταρχήν, αποσπασματικές προβλέψεις από τον J.S. Mill[51]: Δεν είναι διόλου πεπεισμένος ότι η έλευσή του θα είναι καταστρεπτική. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις η στασιμότητα θα σήμαινε μια αξιόλογη βελτίωση, στις παρούσες συνθήκες, γιατί θα απήλασσε την ανθρωπότητα από τον συνεχή αγώνα της να πάει μπροστά. Η καλύτερη δυνατότητα για την ανθρώπινη φύση κατά τον J.S. Mill, είναι η κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει φτώχεια, αλλά ούτε συνεχής επιθυμία απόκτησης πλούτου. Και συνεχίζω με σχετικές απόψεις από τον J.M. Keynes[52]: “Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, με την υπόθεση μη σοβαρών πολέμων και αξιόλογης πληθυσμιακής αύξησης, το οικονομικό πρόβλημα μπορεί να λυθεί ή τουλάχιστον η λύση να είναι ορατή σε 100 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι το οικονομικό πρόβλημα δεν είναι (αν βλέπουμε το μέλλον) το μόνιμο πρόβλημα του ανθρώπινου γένους. Βλέπω τους εαυτούς μας, συνεπώς, να επιστρέφουμε σε μερικές από τις πιο σίγουρες και συγκεκριμένες αρχές της θρησκείας και της παραδοσιακής αρετής, ότι η τσιγκουνιά είναι ελάττωμα, η τοκογλυφία αποτελεί πλημμέλημα και η αγάπη για το χρήμα είναι απεχθής, ότι αυτοί που βαδίζουν σίγουρα στα μονοπάτια της αρετής και της υγιούς σοφίας νοιάζονται λίγο για το αύριο. Θα τιμήσουμε αυτούς που θα είναι σε θέση να μας διδάξουν πως να δρέψουμε την ημέρα και την ώρα με αρετή, τους θαυμάσιους ανθρώπους που είναι ικανοί να απολαμβάνουν άμεσα από το κάθε τι, τους κρίνους στα λιβάδια που δεν μοχθούν ούτε κλώθουν”. Η έλευση, ωστόσο, αυτής της κατάστασης αποκλείεται, εξαιτίας των τεραστίων διαστάσεων ανισότητας, που αποκλείει ολοένα μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας από τους καρπούς της προόδου, και ακόμη εξαιτίας του ότι η ανάγκη ανακατανομής του πλούτου δεν έχει αναγνωριστεί ως το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα των προηγμένων οικονομιών. Αντιθέτως, το κυρίαρχο αυτό πρόβλημα συγκαλύπτεται, συνεχώς, από την προβολή στη θέση του, ενός ψευδοπροπροβλήματος που είναι η ανεργία.. Να αναφέρω, ακόμη, τη σχετική ρήση του Άγγλου φιλόσοφου Bertrand Russel[53]“Οι νέες μέθοδοι παραγωγής μας έδωσαν τη δυνατότητα να ζούμε όλοι με ευμάρεια και ασφάλεια. Επιλέξαμε, όμως, την υπερκόπωση για τους μεν και τη μιζέρια για τους δε: στο σημείο αυτό αποδειχθήκαμε ανόητοι, αλλά δεν υπάρχει λόγος να παραμένουμε εσαεί με την ανοησία μας”.
Η λύση, που θα έπρεπε να είναι αυτονόητη κατά την κρίση μου, είναι η συνέχιση του μέτρου που άρχισε με τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή ο άμεσος περιορισμός των ωρών εργασίας, μέχρι του σημείου της πλήρους απασχόλησης, και μέσω αυτού η αναδιανομή του εισοδήματος, από την αποθησαύριση προς την ενεργό ζήτηση, από το κεφάλαιο στην εργασία. Χάρη στην πολιτική αυτή θα συμπληρωθεί το τμήμα της ενεργού ζήτησης, που λείπει μονίμως από τη λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών, θα καταστεί έτσι δυνατή η πραγματοποίηση της γενικής ισορροπίας, θα αναβληθεί η έλευση ή τουλάχιστον θα μετριαστούν οι συνέπειες της οικονομικής στασιμότητας και δεν θα έχουν πια πεδίο εφαρμογής οι λύσεις απελπισίας, όπως τα αρνητικά επιτόκια ή η ρίψη χρημάτων με ελικόπτερα.
Συμπέρασμα
Θεωρητικά, υπάρχουν πολλές μεθοδεύσεις, με τη βοήθεια των οποίων θα μπορούσε να επιτευχθεί η απολύτως αναγκαία μείωση των ωρών εργασίας. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να συνειδητοποιηθεί ότι η μείωση αυτή των ωρών εργασίας δεν πρέπει να επιχειρηθεί μεμονωμένα, αλλά σε συνδυασμό με την αναδιανομή του εισοδήματος. Δηλαδή, στο εσωτερικό κάθε επί μέρους εθνικής οικονομίας, θα είναι απαραίτητο να υπολογιστεί, εκείνη η διάρκεια μέσης εργασίας, που να εξασφαλίζει:
*πρώτον, την πλήρη απασχόληση, και
*δεύτερον, την αναδιανομή του εισοδήματος, με κύριο στόχο την επάνοδο των μεριδίων εργασίας και κεφαλαίου στα επίπεδα πριν από τη δεκαετία του ’70.
Ο καταρχήν απαραίτητος, για το στόχο αυτό, υπολογισμός της παραγωγικότητας εργασίας και κεφαλαίου δεν θα είναι, ασφαλώς, εύκολος, και παραπέμπω στις δυσκολίες, τις οποίες αναφέρω στην παράγραφο Ι αυτής της μελέτης. Θα χρειαστούν νέας κοπής και ad hoc εργαλεία για να επιτευχθεί ένα, κατά προσέγγιση, ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Να υπενθυμίσω, ωστόσο, ότι το σύνολο των οριακών υπολογισμών είχε, πάντοτε, σημαντικά προβλήματα, τα οποία ξεπερνιόνταν με ορισμένες, εκ των προτέρων παραδοχές και υποθέσεις. Είναι, ασφαλώς, αναγκαίο να υπάρξει κοινωνική συναίνεση ευρείας έκτασης, ώστε να γίνει κατανοητό ότι θα πρέπει να αποκλειστούν λύσεις που ενθαρρύνουν ανασφαλείς μορφές εργασίας, ασυμβίβαστες με πλήρη απασχόληση, και κυρίως μορφές απασχόλησης που συνεπάγονται μειωμένη αμοιβή, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ήδη. Διότι, το μειωμένο ωράριο, σε συνδυασμό και με μείωση των απολαβών των εργαζομένων, όχι μόνον δεν θα βελτιώσει την κατάσταση, αλλά και θα την επιδεινώσει, αυξάνοντας τον βαθμό της ήδη απαράδεκτα υψηλής ανισότητας, στην κατανομή.
Πέρα από το καθαρώς οικονομικό όφελος, που αναμένεται εύλογα από την εδώ προτεινόμενη λύση, η ανθρωπότητα θα απαλλαχθεί από το βάρος της γνώσης, ότι δηλαδή λειτουργεί κάτω από συνθήκες συνεχούς υπεξαίρεσης σημαντικού τμήματος του εισοδήματος, που ανήκει αλλά δεν περιέρχεται στο συντελεστή εργασία.
Η αποκατάσταση της διασαλευθείσας ισορροπίας, και η ανάκτηση της οικονομία θετικών αναπτυξιακών ρυθμών είναι, καταρχήν, σίγουρη. Ωστόσο, για την περίπτωση, η προσπάθεια επίτευξης ταχέων ρυθμών ανάπτυξης έχει πολύ μικρότερη σημασία, από όσο η βελτίωση του τρόπου κατανομής του εισοδήματος και η κοινωνική ειρήνη.
[1] Robinson, J., and F. Wilkinson , “What has become of employment policy?”Cambridge Journal of Economics, March 1977, pp. 5-14
[2] Που, πιθανότατα, οφείλεται στη συνεχή εφαρμογή συντηρητικής οικονομικής πολιτικής
[3] Λευκό Βιβλίο
[4] M. Negreponti-Delivanis, Europe, s life buoy is its less developed regions,Paratiritis, 1990, Thessaloniki
[5] OECD, National Accounts
[6] “Le ralentissement de la croissance du côté de l’offre?”Revue de l’OFCE, no 142,2015
[7] “Private Investment: what’s the Hold-Up?”World Economic Outlook, avril 2015
[8] A. Smith, “Nowhere to hide”,Time, 3/2009
[9] Saving Capitalism-Time, May 23, 2016, based on the new book by Rana Foroohar Makers and Takers
[10] “Has the ideas machine broken down?”Briefing innovation pessimism, The Economist,12.1/2013
[11] Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Μεταρρυθμίσεις, Το ολοκαύτωμα των εργαζομένων στην Ευρώπη, Ίδρυμα Δελιβάνη και Εκδοσεις Λιβάνη, Αθήνα 2007 σσ 48 επ.
[12] A, Maddison, Growth and Structural Change in the Advanced Countries, in Western economics in Transition, ed. by I. Levenson and J. W. Wheeler, Hudson Institute, 1980
[13] European Economic Commission 1991
[14] Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη «Το φαινόμενο της μεταγκατάστασης των επιχειρήσεων στα Βαλκάνια-Μύθοι και Πραγματικότητα, Α’ Επιστημονικό Συνέδριο, Φλώρινα, 10-12 Νοεμβρίου 2006, Πρακτικά σσ.313-327
[15] Που αυξάνει στο ίδιο ποσοστό την παραγωγικότητα και των δύο συντελεστών παραγωγής
[16] Που αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας περισσότερο από την αντίστοιχη του κεφαλαίου
[17] Που αυξάνει την παραγωγικότητα του κεφαλαίου περισσότερο από την αντίστοιχη της εργασίας.
[18] R. M. Solow, “Investment and Technical Progress in Mathematical Methods in the social Sciences, ed,K.J. Arrow, Stanford 1960, pp 89-104
[19] D. Modern Capital Theory, New York 1965
[20] R. Gordon, The Rise and Fall of American Growth’The U.S. Standard of Living since the Civil War (The Princeton Economic History of the Western World), 2016
[21] R. Solow, The Solow Productive Paradox: What do Computers do to Productivity? Jack E. Triplett Brookings Institution, 1998
[22] Ο ανορθόδοξος αυτός διαχωρισμός εισήχθη, αρχικά, από την ΕΕ με το Λευκό Βιβλίο, όπου υποστηρίχθηκε η ανάγκη, για την Ευρώπη, να έχει μισθούς που να υπολείπονται κατά 1% της παραγωγικότητας της εργασίας, χάριν μεγαλύτερης ελαστικότητας στην αγορά εργασίας , και για να ενισχυθούν οι επενδύσεις
[23] Σύμφωνα με το ΔΝΤ (2008)
[24] J. Rueff, “Unemployment Insurance: Cause of Unemployment”, Revue d’Economie Politique, 1931
[25] Για τις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν τα σχετικά δεδομένα, αν απομονωθεί ο πληθωρισμός, ο μέσος μισθός, για την περίοδο 2000-2006, αυξήθηκε κατά 1% ενώ η μέση παραγωγικότητα των εργαζομένων κατά 30%
[26] Για τις ΗΠΑ, πάντοτε, και σε σταθερές τιμές, ενώ ο ωριαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα ήταν το 1978, 8,45 $, το 2000 είχε κατέλθει στα 2$ αντίστοιχα (Υπουργείο Εργασίας, Υπηρεσία Στατιστικής)
[27] Μελέτη της European Foundation for the Improvement for Living and WorkingConditions (2005), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι 4 στις 5 θέσεις που χάθηκαν στην Ευρώπη, οφείλονται στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Σχετικά με τις επιπτώσεις της κοινωνικής πολιτικής, σχετική μελέτη υποστηρίζει ότι οι επιπτώσεις της (θετικές) είναι πολύ ευρύτερες από αυτές που γενικά αναγνωρίζονται-P. De Grawe, “Globalisation et Sécurité Sociale”, Ed. A . Sapir ,Globalisation et Développement, Reflets et Perspectives de la vie économique,Vol. 42, No 2. Αναφορικά με την εμμονή των ιθυνόντων της ΕΕ περί της ανάγκης για μεγαλύτερη ευελιξία της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, σχετική μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο βαθμός ευελιξίας της είναι υπεραρκετός και κάθε περαιτέρω αύξηση της ανεργίας προκαλεί, αυτόματα, μεγαλύτερη πτώση των πραγματικών μισθών και νέα ανεργία- A. Sanz de Galdeano και J.Turunen “Real Wages and local unemployment in the euro area”, Working Paperseries, European Central Bank, no 471, Απρίλιος. Και, αντιστρόφως, το περιοδικό Fortune εκθειάζει τη φαρμακευτική εταιρεία Genetentech, τοποθετώντας την στην κορυφή 100 επιχειρήσεων, επειδή οι πολυέξοδες επενδύσεις της, για την ψυχαγωγία των εργαζομένων, είχαν στη συνέχεια ως αποτέλεσμα την άνοδο της μετοχής της, κατά 78,5% Happy workers higher shares” , International HeraldTribune 4-5.03.2006 . “Οικονομίες που συνδυάζουν κοινωνική προστασία υψηλών προδιαγραφών και συγχρόνως έχουν υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας, ταχείς ρυθμούς μεγέθυνσης και σημαντικό όγκο απασχόλησης, βρίσκονται στην κορυφη της παγκόσμιας ιεραρχίας, όπως είναι η Σουηδία, η Δανία και η Ολλανδία-Eurοpean Policy Center, 2004
[28] R. F. Harrod, The Life of John Maynard Keynes, New York 1971
[29] A.W. Phillips, “The Relation between Unemployment and the Rate of Money Wage Rate in the United Kingdom, 1861-1957”, Economica, 25, pp 283-289
[30] Που ήταν, πάντοτε, στην ευρύτερη θεωρητική περιοχή των νεοκλασικών οριακών υπολογισμών
[31] Εργασία, κεφάλαιο και έδαφος (παρότι, το έδαφος συνήθως παραλείπεται, καθώς στις προηγμένες οικονομίες η συμμετοχή στο συνολικό κόστος παραγωγής είναι, συνήθως πολύ περιορισμένη)
[32] P.F. Drucker, “The rise of the knowledge society”,Dialogue 2 (the last) pp. 13ff
[33] Πρωτογενής, Δευτερογενής και Τριτογενής
[34] Ενώ, αντιθέτως, διαπιστώνεται περιορισμός των ανισοτήτων μεταξύ προηγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών, χάρη κυρίως στην ενσωμάτωση στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της Κίνας και της Ινδίας
[35] M. Negreponti-Delivanis, ” Negative interest rates- Absolute despairimprovises the economy”
Paper psesented ` to the Roumanian Academy of Sciences , 05/09/2016( sous presse )
[36] Το ΔΝΤ, η Μέκκα του νεοφιλελευθερισμού, για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες, δημοσίευσε στο περιοδικό Finance and Development, June 2016, ένα όντως εκπληκτικό άρθρο με τίτλο “Neoliberalism:Oversold?”, όπου κορυφαίοι οικονομολόγοι ομολογούν ότι τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής “δεν ήταν πάντοτε τα αναμενόμενα”
[37] Taux d’ imposition moyenne des pays de l’OCDE en % (1981-2013
[38] D. Furceri et P. Loungani, “Capital Account Liberalization and Inequality”, IMF Working Paper no WP15/243, november 2015
[39] Άνεμος Αλλαγής (Νικόλαος Μπαγιαρτάκης), 20 Μαίου 2016
[40] P. Krugman, “Keynes comes to Canada” International New York Times, 24-25.10.2015
[41] S. Sengupta, “Iternet may be widening inequality, report says (United Nations)
[42] Le Capital au XXIe siècle, Seuil, Paris 2013
[43] Le Monde, 20 janvier 2016
[44] P. Cohen, “Global rich grow richer, and richer still”,`, 19.01.2015
[45] Σύμφωνα με σχετική δήλωση της επικεφαλής της FED του Cleveland LorettaMester, της 13 Ιουλίου 2016
[46] S.Tavernise, “Widening gap in wealth plays out in life spans” International New York Times, 13-15.01.2016, B. Appelbaum,”Fed chief warns that inequality is a threat”, International New York Times,18-19.10.2014
[47] B. Milanovic, “La hausse des inégalités ne fait que commencer”, Marianne, 13-19 mai 2016
[48] E. Porter, “New technology poses new peril to array of jobs”, InternationalNew York
[49] Olivier Marchand, “Le travail en France 1800-2000” complété par OCDE pour 2000-14. Alternatives Economiques, no 357, mai 2016
[50] M. Negreponti-Delivanis, Europe’s life buoy its less developed regions, Paratiritis, Thessaloniki 1990
[51]Principles of Political Economy, London, Longman1892,p.452ss
[52] Economic Possibilities for Our Grandchildren, in Essays in Persuasion, New York, Norton , 1963,pp371-2
[53] Eloge de l’oisivité. Alia. 2010/1932. Αναφέρεται από Alternatives Economiques, no 357, mai 2016