Στη σημερινή εισήγησή μου αποφάσισα να ασχοληθώ με ένα επίκαιρο θέμα, την σχετικά πρόσφατη απόφαση της ΕΕ[1] να εφαρμόσει ένα πρωτοφανές οικονομικό μέτρο. Πρόκειται για την εφαρμογή αρνητικών επιτοκίων, στις καταθέσεις των τραπεζών, που είναι καταρχήν ακατανόητο μέτρο για τους οικονομολόγους[2]. Συγκεκριμένα, με βάση αυτή την απόφαση, οι ευρωπαίοι πολίτες, που θα εναποθέτουν την αποταμίευσή τους στις εμπορικές τράπεζες της Ευρώπης, όχι μόνο δεν θα ανταμείβονται με επιτόκιο, που θα έχει θετικό πρόσημο, όπως αυτό αποτελούσε τον κανόνα ως σήμερα, αλλά επιπλέον θα πρέπει οι ίδιοι οι καταθέτες να καταβάλλουν επιτόκιο με αρνητικό πρόσημο, στις τράπεζες, για τη φύλαξη των χρημάτων τους. Αυτό το απίστευτο μέτρο, καταργεί την πεμπτουσία της αποταμίευσης και επιφέρει αναστάτωση και χωρίς προηγούμενο αναθεώρηση ολόκληρης της νομισματικής θεωρίας και πολιτικής, αλλά και του περιεχομένου των βασικών εννοιών και αρχών της οικονομικής επιστήμης. Είναι μέτρο απελπισίας, και αυτοσχεδιασμού, που απομακρύνεται από τις βασικές αρχές της οικονομίας και που προσπαθεί να ξεπεράσει την αποτυχία των χαμηλών και πολύ χαμηλών επιτοκίων να αποδώσουν το ζητούμενο, δηλαδή την αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το παράδοξο εξάλλου αυτό μέτρο βρίσκεται στην προέκταση της γνωστής δήλωσης του Mario Draghi, προέδρου της ΕΚΤ, τον Ιανουάριο του 2016, ότι “δεν υπάρχουν όρια” σε αυτά που θα πράξει, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους, που έθεσε για τη θητεία του. Η ΕΚΤ είναι η πρώτη τράπεζα που εφάρμοσε αυτό το μέτρο, ήδη εδώ και ένα χρόνο. Είναι, επομένως, αναγκαίο να διερευνηθεί η σημασία, τα αίτια και οι συνέπειες αυτού του ευρωπαϊκού παραλογισμού, που θα επιχειρηθεί στο Μέρος Ι της εισήγησής μου, καθώς και του κατά πόσο θα επιτύχει η ΕΕ εισάγοντας αυτόν τον νεολογισμό στα κράτη-μέλη της, που θα αποτελέσει το Μέρος ΙΙ.
Μέρος Ι. Σημασία, αίτια και προεκτάσεις της προσφυγής στο ανορθόδοξο αυτό μέτρο των αρνητικών επιτοκίων
- Τι σημαίνουν “αρνητικά επιτόκια
Πρόκειται για μη συμβατικό οικονομικό μέτρο, το οποίο τιμωρεί την αποταμίευση, και αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της συνολικής δαπάνης, δηλαδή της κατανάλωσης και της επένδυσης. Τα αρνητικά επιτόκια, από θεωρητικής άποψης, αποσκοπούν στο να καταστήσουν φθηνότερο τον δανεισμό, και να οδηγήσουν έτσι σε αύξηση της ζήτησης και σε αναθέρμανση της οικονομίας. Και από την πλευρά των αποταμιευτών, αυτοί αποθαρρύνονται να αποταμιεύσουν, καθώς υποχρεούνται να καταβάλουν κάποιο τίμημα στις τράπεζες, για τη φύλαξή της αποταμίευσής τους. Οι εμπνευστές αυτού του μέτρου, ελπίζουν επιπλέον ότι όσοι αποθαρρύνονται να αποταμιεύσουν, εξαιτίας των αρνητικών επιτοκίων, θα στραφούν προς κατανάλωση ή και επένδυση. Αυτό, όμως, δεν είναι διόλου βέβαιο. Το πιθανότερο είναι, ότι με την κατάσταση βαθιάς ύφεσης που επικρατεί στις ευρωπαϊκές οικονομίες θα προτιμήσουν να τα αποθησαυρίσουν, αναμένοντας ευνοϊκότερες εξελίξεις. Διότι αποθησαυρίζοντας θα έχουν μηδενικό επιτόκιο, ενώ καταθέτοντας την αποταμίευσή τους σε τράπεζα θα έχουν αρνητικό επιτόκιο. Η προτίμηση για αποθησαύριση ενισχύεται και από το γεγονός ότι η πολιτική των αρνητικών τραπεζικών επιτοκίων συνδυάστηκε με αρνητικές αποδόσεις αρκετών κρατικών ομολόγων, το πρώτο εξάμηνο του 2015, ενώ, ταυτόχρονα, τα αίτια αυτών των αρνητικών αποδόσεων ενισχύουν προβλέψεις για μελλοντική συνέχισή τους. Πρόκειται για ομόλογα με πολύ χαμηλό κίνδυνο, τα οποία σε περίοδο υψηλής αβεβαιότητας, όπως η παρούσα, είναι περιζήτητα, ενώ η προσφορά τους είναι περιορισμένη. Τον Φεβρουάριο του 2015 πουλήθηκαν κρατικά ομόλογα αξίας $7 τρισεκατομμυρίων, που είχαν αρνητική απόδοση[3]. Πρόσθετοι λόγοι, που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν το ανορθόδοξο αυτό μέτρο των αρνητικών επιτοκίων είναι ο ανώμαλα χαμηλός πληθωρισμός ή και αντιπληθωρισμός, καθώς και η απόφαση της ΕΚΤ να αγοράσει κρατικά ομόλογα, με αυστηρά κριτήρια επιλογής, σε σύνολο € 1.100.000.000.000, και με ρυθμό € 60 δις το μήνα. Η επιχείρηση αυτή θα ενισχύσει τις χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, καθώς και τα αρνητικά επιτόκια.
Το μέτρο των αρνητικών επιτοκίων, εκτός από το ότι στρέφεται εναντίον της αποταμίευσης, στρέφεται όμως και εναντίον των τραπεζών, που τιμωρούνται επειδή συσσωρεύουν και δεν δανείζουν αρκετά, ενώ χάρις στα αρνητικά επιτόκια ελπίζεται ότι θα αυξήσουν τα δάνεια για επένδυση και κατανάλωση. Η υπόθεση, όμως, αυτή που προϋποθέτει αφενός επαρκείς καταθέσεις στις τράπεζες, σε πείσμα των αρνητικών επιτοκίων, που θα υποχρεούνται να πληρώσουν οι καταθέτες και αφετέρου τη θέληση των τραπεζών να αυξήσουν τα δάνεια προς τους ιδιώτες, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα επαληθευτεί, και τούτο για δύο κυρίως, λόγους:
-Πρώτον, διότι οι ιδιώτες αποταμιευτές, επειδή το πιθανότερο είναι ότι θα προτιμήσουν την ανέξοδη αποθησαύριση, από την έστω και χαμηλού κόστους τοποθέτηση των χρημάτων τους στις τράπεζες, θα περιορίσουν έτσι τις καταθέσεις, που είναι η βάση του δανεισμού, και
-Δεύτερον, διότι οι τράπεζες, πιθανότατα, θα είναι λιγότερο διατεθειμένες να χορηγούν δάνεια από ότι πριν από το μέτρο των αρνητικών επιτοκίων, σε περίπτωση που θα περιοριστεί το κέρδος τους, ανάμεσα σε αυτά που θα εξασφαλίζουν από τις πιθανότατα μειωμένες καταθέσεις, και αυτά που θα χάνουν από την παροχή δανείων[4]. Το κέρδος των εμπορικών τραπεζών, εξάλλου, θα περιορίζεται και επειδή, τώρα, υποχρεούνται να καταβάλουν στην κεντρική Τράπεζα αρνητικό επιτόκιο, για το ποσοστό εκείνο των καταθέσεών τους που υπερβαίνει αυτό που υποχρεωτικά διατηρούν σε αυτήν. Και το συμπληρωματικό αυτό μέτρο αποβλέπει, επίσης, στην ενθάρρυνση της χορήγησης δανείων, από τις εμπορικές τράπεζες σε ιδιώτες, σε αντίθεση με τη διατήρηση των διαθεσίμων τους σε κατάσταση ρευστότητας στην κεντρική Τράπεζα.
Εκτός από τα αρνητικά επιτόκια των κρατικών ομολόγων, το ανορθόδοξο μέτρο επεκτείνεται και σε τίτλους ιδιωτικού ευρωπαϊκού χρέους, αξίας 65 δισεκατομμυρίων ευρώ[5]. Τι μπορεί να επιδιώκουν οι ιδιώτες, τοποθετώντας τις οικονομίες τους σε τίτλους, που απαιτούν την καταβολή κάποιου ποσού για φύλακτρα; για ασφάλεια; Και το κυριότερο σχετικό ερώτημα είναι, αν εκτιμούν ότι πρόκειται για παροδική ή για μόνιμη κατάσταση.
- Τα αίτια της προσφυγής στην επιβολή αρνητικών επιτοκίων
Ποιοί, όμως, είναι οι λόγοι, που θεωρήθηκε επιβεβλημένη η εφαρμογή ενός τόσο παράλογου, καταρχήν, οικονομικού μέτρου; Πρόκειται κυρίως για :
- A. Την αποτυχία της ΕΕ-Ευρωζώνης
Καθώς το αφύσικο αυτό μέτρο φαίνεται να άρχισε, ουσιαστικά, από την Ευρώπη[6], η προσπάθεια διερεύνησης των αιτίων του είναι λογικό να εκκινήσει από την κατάσταση που επικρατεί σε αυτήν. Καθώς πρόκειται για μέτρο απόγνωσης, που αναζητεί έστω και μη συμβατική λύση σωτηρίας, μέτρο που επιλέγεται από θεσμούς και ιδιώτες, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποταμίευσή τους, έστω και με την παραίτησή τους από τη λήψη θετικού επιτοκίου, έστω και με τη συναίνεσή τους να δεχθούν αρνητικό επιτόκιο. Αυτό το αρνητικό επιτόκιο καλείται να αντιμετωπίσει τις συνθήκες ανώμαλα χαμηλού πληθωρισμού, αντιπληθωρισμού και ύφεσης, σε συνδυασμό με πτώση του γενικού επιπέδου των τιμών, φαινόμενα που επικρατούν στην Ευρώπη, σε μακρόχρονη βάση. Ο στόχος του είναι, κυρίως, να πείσει τις εμπορικές τράπεζες να χορηγούν δάνεια σε ιδιώτες, αντί να συσσωρεύουν τα διαθέσιμά τους στην ΕΚΤ, όπου ήδη, όπως ανέφερα παραπάνω, υποχρεούνται να καταβάλλουν και οι ίδιες αρνητικό επιτόκιο. Κάποια μορφή λογικής, που εμπεριέχεται στην επιβολή αρνητικών επιτοκίων αναφέρεται σε περιόδους πτώσης του γενικού επιπέδου των τιμών, οπότε ο οφειλέτης, που δανείστηκε με θετικό επιτόκιο καταγράφει απώλειες, ενώ ο δανειστής έχει επιπλέον κέρδος και πέραν του θετικού ονομαστικού επιτοκίου, μέσω της αύξησης του πραγματικού επιτοκίου που καρπώνεται . Συνεπώς, σε περιόδους μείωσης των τιμών, οι καταθέτες, έστω και αν υποχρεούνται να καταβάλουν στις τράπεζες αρνητικό επιτόκιο, καρπώνονται τελικά την αύξηση της αγοραστικής δύναμης, που απέκτησαν στο μεταξύ οι καταθέσεις τους. Είναι, ακριβώς, η περίπτωση της ΕΕ, η οποία έχει περιέλθει σε φάση ύφεσης και πτώσης τιμών. Τα αρνητικά επιτόκια, εξάλλου, αποσκοπούν στην αντιστροφή, στην Ευρώπη, του αντιπληθωρισμού σε πληθωρισμό. Να παρατηρηθεί, σχετικά, ότι ολόκληρο το οικοδόμημα της ΕΕ, και κυρίως αυτό της Ευρωζώνης είναι δομημένο έτσι, που να προστατεύει το κοινό νόμισμα από πληθωρισμό, ενώ προφανώς, θεωρήθηκε από τους ιδρυτές του ότι δεν κινδύνευε από αντιπληθωρισμό, ενώ ήδη η Ευρώπη επιθυμεί να έχει περισσότερο πληθωρισμό.
Η προσφυγή της ΕΕ σε αυτό το πρωτόγνωρο μέτρο, δηλαδή στα αρνητικά επιτόκια, μαρτυρεί αναμφίβολα την αδυναμία της να αντιμετωπίσει τα πολυάριθμα και συσσωρεμένα προβλήματά της, με τη βοήθεια παραδοσιακών οικονομικών μέτρων. Τα προβλήματα της Ευρώπης, συνοπτικά, αναφέρονται στις συνέπειες που έχει η ολοκληρωτική αθέτηση του συνόλου των αρχικών υποσχέσεων της στους ευρωπαίους πολίτες, και που ήταν η εξασφάλιση ταχέων ρυθμών ανάπτυξης, η σύγκλιση των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών προς τις περισσότερο αναπτυγμένες, η πλήρης απασχόληση και η δικαιότερη κατανομή του ευρωπαϊκού εισοδήματος. Η σύγκλιση των οικονομιών, που θα ήταν αυτόματη, σύμφωνα με τις αβάσιμες δοξασίες των νεοφιλελεύθερων, όχι μόνον δεν υλοποιήθηκε, αλλά επιπλέον το χάσμα ανάμεσα στον πλούσιο Βορρά και στο φτωχό Νότο διευρύνεται συνεχώς. Δεν υλοποιήθηκαν, επίσης οι υποσχέσεις για πλήρη απασχόληση και για επίτευξη ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Αθετήθηκε επίσης η υπόσχεση της Ευρώπης, για δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, αφού οι ανισότητες κορυφώνονται εξαιτίας της συγκέντρωσης του πλούτου σε ολοένα λιγότερα χέρια ολιγαρχών. Ωστόσο, στο έντονα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον της ΕΕ, που συνδυάζει ταυτόχρονα τις ακραίες δογματικές απόψεις των φιλελεύθερων και τις συνέπειες της χαώδους δραστηριότητας του χρηματιστηριακού καπιταλισμού, αυτό που έχει πρωτεύουσα σημασία, για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της οικονομίας της είναι οι αριθμοί και όχι τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας. Τα κέρδη των χρηματιστηρίων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έδιναν, για χρόνια το στίγμα της απατηλής επιτυχίας, ενώ παράλληλα υπήρχε έκδηλη αδιαφορία για το βαθμό ευημερίας των ευρωπαίων πολιτών, για την απίσχναση της εφαρμοζόμενης δημοκρατίας, για τον ευρωσκεπτικισμό που κορυφώνονταν, για την προϊούσα μείωση της αλληλεγγύης και της συνοχής στην Ευρώπη. Η εισαγωγή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, όχι μόνο δε βελτίωσε τη λειτουργία των οικονομιών των κρατών-μελών, αλλά επιπλέον επιδείνωσε την κατάστασή τους και έκανε πλήρως συνειδητή την ύπαρξη αδιεξόδου στην Ευρώπη.
Η Ευρώπη προσπάθησε, να αντιδράσει εναντίον της ζοφερής κατάστασης της οικονομίας της, με μέτρα νομισματικής πολιτικής, τα οποία όμως δεν απέδωσαν. Η ευρωπαϊκή οικονομία βυθίζεται, εξακολουθητικά, σε χρόνια ύφεση, η οποία κατά περιόδους εντείνεται με συμπτώματα αντιπληθωρισμού και πτώση τιμών σε βασικά προϊόντα. Η ανεργία παραμένει υψηλή και σε αρκετές οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου πολύ υψηλή, ενώ η ροπή για επένδυση είναι ασθενική και συνεπώς ανεπαρκής για να αναζωογονήσει την οικονομία. Οι ετήσιες προβλέψεις για το ρυθμό της ανάπτυξης αναθεωρούνται, συνεχώς, καθώς οι πραγματικές τιμές είναι κατώτερες των προβλέψεων. Να σημειωθεί, σχετικά, ότι μόλις το 2015, το εισόδημα των 19 οικονομιών της Ευρωζώνης έφθασε το αντίστοιχο επίπεδο των πρώτων μηνών του 2008[7]. Ο κυρίαρχος λόγος της μακρόχρονης αδυναμίας ανάκαμψης της ΕΕ-Ευρωζώνης είναι, αναμφισβήτητα, η επιβολή λιτότητας, που από μέτρο βραχυχρόνιο υιοθετήθηκε από την ΕΕ ως μακροχρόνιο και χωρίς ημερομηνία λήξης. Πρόσφατα προστέθηκαν και άλλοι σοβαροί λόγοι, που δυσχεραίνουν την ανάκαμψη της Ευρώπης, όπως οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου, η μείωση των αναπτυξιακών ρυθμών της Κίνας και άλλων αναδυόμενων οικονομιών, η εμφάνιση πολυάριθμων ενδείξεων κόπωσης της Γερμανίας, που λειτουργεί ως ατμομηχανή της Ευρώπης, αλλά και η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων, στην Ευρώπη, τροφοδοτούν απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον της. Στο ζοφερό ευρωπαϊκό τοπίο θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι συνεχείς αποτυχίες των στόχων της. Παρότι ένας από τους κυρίαρχους στόχους της ήταν ο περιορισμός του δημοσίου χρέους, στην Ευρώπη, το χρέος αντιθέτως ανέρχεται συνεχώς, σε πείσμα της στραγγαλιστικής λιτότητας, που εφαρμόζεται αδιαλείπτως.
Είναι, συνεπώς, δύσκολο, με βάση την απογοητευτική αυτή κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας, να ερμηνευτεί η αισιοδοξία του Mario Draghi ότι τα αρνητικά επιτόκια θα “κάνουν το θαύμα”. Και δεν είναι ο μόνος που φαίνεται να πιστεύει στην αποτελεσματικότητα αυτού του μέτρου, αλλά και αρκετές οικονομίες που ήδη το εφάρμοσαν[8]. Η δικαιολογημένη αμφιβολία, για την επιτυχία των αρνητικών επιτοκίων να αναζωογονήσουν την ευρωπαϊκή οικονομία, τροφοδότησε φήμες, για το ότι ο κρυφός στόχος των επιτοκίων δεν είναι αυτός που επίσημα εμφανίζεται, αλλά η έναρξη πορείας για την κατάργηση του χρήματος και την αντικατάστασή του από πλαστικό[9]. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι:
-Στη Γαλλία έχει απαγορευτεί κάθε συναλλαγή σε μετρητά, που υπερβαίνει τα 1000 ευρώ.
-Στην Ισπανία απαγορεύεται συναλλαγή σε μετρητά που υπερβαίνει 2.500 ευρώ
-Η Ουρουγουάη έχει απαγορεύσει συναλλαγές σε μετρητά, που υπερβαίνουν 5.000 ευρώ[10] .
Β. Την πρόβλεψη για μηδενική ανάπτυξη
Εκτός από τη λιτότητα, που αν και αποτελεί την πάγια μακροοικονομική πολιτική της Ευρώπης, που την καταδικάζει σε βαθιά ύφεση, θα ήταν θεωρητικά δυνατόν να μεταβληθεί, με απόφαση των κρατών-μελών, φαίνεται να υπάρχει κάτι πολύ σοβαρότερο, που δεν περιορίζεται στην Ευρώπη και που η αντιμετώπισή του είναι εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Πρόκειται για την επάνοδο στο παγκόσμιο σκηνικό, με επίκεντρο την βεβαρημένη περίπτωση της Ευρώπης[11], της θεωρίας του Alvin Hansen[12], την οποία επικαιροποιεί ο LarrySummers[13]. Η θεωρία αυτή, δικαιολογεί απολύτως την πρόβλεψη των αγορών για πολύ χαμηλό πληθωρισμό, και πολύ χαμηλά επιτόκια για πολλά χρόνια: 1% πληθωρισμό και 1% επιτόκιο. Πρόκειται για τη θεωρία της χρόνιας ύφεσης, η οποία προβλέπει ότι οι αναπτυγμένες οικονομίες είναι πιθανόν να υποφέρουν, πέρα από τις συνέπειες της κρίσης του 2007, και από σημαντική ανισορροπία μεταξύ της ροπής για αποταμίευση, η οποία υπερβαίνει την αντίστοιχη της επένδυσης. Η ανισορροπία αυτή, πιέζει τα επιτόκια προς τα κάτω, και όταν αγγίξουν πολύ χαμηλά επίπεδα, η νομισματική πολιτική δεν είναι πια σε θέση να τα επηρεάσει, οπότε η οικονομία εισέρχεται σε μακροχρόνια ύφεση[14]. Πρόκειται, για τη γνωστή παγίδα ρευστότητας[15], η οποία εμφανίζεται σε περιόδους έντονης ύφεσης, και στην οποία το επιτόκιο έχει πέσει σε τόσο χαμηλό επίπεδο, ώστε οι σχετικές προβλέψεις των ατόμων αρνούνται να δεχθούν περαιτέρω μείωσή του. Πρόσφατη μελέτη[16] αποδεικνύει ότι στο διάστημα των τελευταίων 30 ετών τα πραγματικά επιτόκια, τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, μειώθηκαν κατά περίπου 4.5 ποσοστιαίες μονάδες. Η μείωση αυτή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, που μερικοί λειτουργούν ως φαύλοι κύκλοι, όπως είναι οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, και κυρίως οι μεταβολές προτίμησης για αποταμίευση και επένδυση, που προκλήθηκε από την υπεραφθονία της αποταμίευσης και παράλληλα της απροθυμίας για επένδυση. Οι παράγοντες που προκάλεσαν αυτή την ανισορροπία, προβλέπεται ότι θα επιδρούν στα επιτόκια, διατηρώντας τα χαμηλά και ενδεχομένως αρνητικά, για πολλά ακόμη χρόνια από σήμερα.
Η προοπτική ενός κόσμου χωρίς ανάπτυξη είναι τρομακτική[17], και τα αρνητικά επιτόκια μπορεί να εκληφθούν ως “η τιμή του φόβου”[18]. Φωτογραφίζει κοινωνίες, στις οποίες η επόμενη γενιά θα εξασφαλίζει μικρότερο βαθμό ευημερίας από την αμέσως προηγούμενη.
- Αρνητικά επιτόκια και οικονομική θεωρία
Η εισδοχή των αρνητικών επιτοκίων στα πλαίσια της γενικής οικονομικής θεωρίας, ιδίως όταν αυτά εκλαμβάνονται, ως διαρκές και όχι ως παροδικό φαινόμενο, συναντά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Και τούτο, επειδή το επιτόκιο είναι ένα νομισματικό φαινόμενο, το οποίο προσδιορίζεται από 4 παράγοντες[19]:
* Την προτίμηση του χρόνου (time preference): τα άτομα δεν αποδίδουν ίση σπουδαιότητα στην παρούσα και στη μελλοντική κατανάλωση. Η προτίμηση του χρόνου δηλώνει τη δυσαρέσκειά τους όταν αναγκάζονται να αναβάλουν για το μέλλον, μια ικανοποίηση που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς καθυστέρηση, και ακριβώς η καθυστέρηση αυτή ανταμείβεται με το επιτόκιο . Στην περίπτωση αρνητικού επιτοκίου, αντιστρέφεται η παραπάνω λογική, που παύει να είναι λογική: τα άτομα, προτιμούν τη μελλοντική από την παρούσα κατανάλωση, και για να την εξασφαλίσουν δέχονται να καταβάλουν κάποιο τίμημα: τον αρνητικό τόκο.
*Την οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου, που είναι η απόδοση μιας επιπλέον μονάδας που επενδύεται. Στην περίπτωση αρνητικού τόκου, το άτομο θα αναμένει, πιθανότατα, αρνητική οριακή απόδοση του κεφαλαίου, λόγω ύφεσης και χαμηλής ζήτησης για κατανάλωση, και συνεπώς, δεν θα επενδύσει (η ανισορροπία ανάμεσα σε αποταμίευση ανώτερη της επένδυσης, θα ενταθεί).
*Την αύξηση της ποσότητας του χρήματος που κυκλοφορεί, και που εξασφαλίζεται από το εκδοτικό προνόμιο των τραπεζών (η αύξηση της ποσότητας του χρήματος, στην περίπτωση αρνητικού επιτοκίου, δεν θα μειώσει περισσότερο το επίπεδό του, και δεν θα αναζωογονήσει την οικονομία).
*Την προτίμηση των ατόμων για ρευστότητα (η οποία δεν εκδηλώνεται σε περίπτωση αρνητικού επιτοκίου, εφόσον αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη υπερβολικής ρευστότητας).
Η διατήρηση, για μακροχρόνιο διάστημα, αρνητικών επιτοκίων, αποτελεί περίπτωση που δεν είναι σε θέση να ερμηνευθεί από τις γενικές αρχές της οικονομίας (από κοινού με πολλές άλλες περιπτώσεις, που δεν υπακούν πια σε κανόνες, εξαιτίας των ασύμβατων συνεπειών της σχεδόν ταυτόχρονης εισβολής της παγκοσμιοποίησης, της ακραίας νεοφιλελεύθερης έκδοσης και του χρηματιστηριακού σταδίου ανάπτυξης)[20].
“Μέρος ΙΙ. Με την εφαρμογή των αρνητικών επιτοκίων θα επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι;
Όπως τονίστηκε, ήδη, στην ανάλυση που προηγείται, η προσφυγή στο ανορθόδοξο αυτό μέτρο των αρνητικών επιτοκίων έγινε με κύριο στόχο (όπως τουλάχιστον αναγγέλθηκε επίσημα), την αναζωογόνηση της οικονομίας, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας.
1.Η λανθασμένη πρακτική αποκλεισμού της δημοσιονομικής πολιτικής
Η αγωνία για το αν οι προσπάθειες αναζωογόνησης της παγκόσμιας οικονομίας, και ειδικότερα της ευρωπαϊκής θα ευοδωθούν φέρνει στην επιφάνεια μια πολύ σημαντική παράλειψη της μακροοικονομικής πολιτικής, που υιοθετήθηκε στους κόλπους της ΕΕ. Πρόκειται για την απόφαση της ΕΕ στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να εφαρμόζει αποκλειστικά και μόνο τη νομισματική πολιτική, απορρίπτοντας σχεδόν ολοκληρωτικά τη δημοσιονομική πολιτική. Η μονομερής αυτή επιλογή της ΕΕ έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι από το 1936 είχε, γενικά, αναγνωριστεί η αδυναμία της νομισματικής πολιτικής να βοηθήσει αποτελεσματικά την οικονομία στη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-33. Είχε ακόμη συνειδητοποιηθεί, χάρη στη Γενική Θεωρία του J.M. Keynes, η σημασία της αυξημένης δαπάνης της οικονομίας, για τον έλεγχο των υφέσεων. Εξάλλου, η συνεχής αύξηση των κρατικών δαπανών στο ΑΕΠ των συγχρόνων οικονομιών, επέβαλαν ως απολύτως απαραίτητη τη συμπλήρωσή της νομισματικής από τη δημοσιονομική πολιτική. Ωστόσο, αυτό που μετέβαλε διαρρήδην τον τρόπο λειτουργίας των επί μέρους εθνικών οικονομιών στα τέλη της δεκαετίας του ’70, είναι η απόλυτη επικράτηση της νεοφιλελεύθερης θεώρησης, που υποβάθμισε τη σημασία της ζήτησης, προβάλλοντας κυρίως τη σημασία της προσφοράς, και συνεπώς κρίθηκε περιττή η προσφυγή στη δημοσιονομική πολιτική. Όμως, δεν ήταν περιττή[21]. Πράγματι, η απόφαση αυτή αποδείχθηκε όχι μόνον λανθασμένη αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς οι δυσμενείς παράγοντες, που οδήγησαν την ευρωπαϊκή οικονομία σε χρόνια ύφεση είναι αδύνατον να αντιμετωπιστούν με μόνη τη νομισματική πολιτική. Πολύ περισσότερο, για την περίπτωση που εδώ εξετάζεται, η προσφυγή σε χαμηλά και ήδη αρνητικά επιτόκια, ουδόλως υπόσχεται ότι θα είναι αποτελεσματική, ιδίως που αυτά εφαρμόζονται σε οικονομίες, που έχουν υποστεί τις δυσμενείς συνέπειες της χρόνιας λιτότητας και είναι γι αυτό εξαιρετικά προβληματικές. Οι οικονομίες αυτές, για να ορθοποδήσουν, χρειάζονται μια εκ βάθρων αναθεώρηση και αναδιάρθρωση ολόκληρου του οικονομικού συστήματος. Και πιο, συγκεκριμένα, τα σωρευμένα προβλήματα που εμφανίζουν, θα μπορέσουν να επιλυθούν μόνον, αν αναληφθεί ευρείας έκτασης προσφυγή σε σωστά επιλεγμένα μέτρα από αυτά που διαθέτει το οπλοστάσιο της δημοσιονομικής πολιτικής. Αναγνωρίζοντας, ως σοβαρό λάθος, την εγκατάλειψη της δημοσιονομικής πολιτικής, πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν σήμερα ότι αν οι κυβερνήσεις απέδιδαν σημασία στη ζήτηση από τη δεκαετία του ’70, οι οικονομίες τους θα είχαν χαμηλή υποαπασχόληση, υψηλό εισόδημα και χαμηλό πληθωρισμό[22]. Και ειδικότερα με το πρόβλημα του πληθωρισμού, να σημειωθεί ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αναπτύχθηκε πανικός εναντίον του, ο οποίος και συνέβαλε αποφασιστικά στην τόσο σαθρή οικοδόμηση της ΕΕ-Ευρωζώνης.
- Οι αιτίες που προκάλεσαν τη μακροχρόνια ύφεση ή τη μηδενική ανάπτυξη
Η γενεσιουργός αιτία αυτής της μακροχρόνιας ύφεσης, που πλήττει κυρίως την Ευρώπη, και όχι μόνο είναι, πιθανότατα, εκτός από τη λιτότητα, η μη εφαρμογή δημοσιονομικών μέτρων στην οικονομία, επί 45 περίπου χρόνια. Η απουσία αυτή δημοσιονομικών μέτρων μεταφράζεται, συνοπτικά, στην ελαχιστοποίηση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, που σταδιακά οδήγησε στο νέο μοντέλο μηδενικής ανάπτυξης της Ευρώπης και του κόσμου, και που χαρακτηρίζεται από υπεραφθονία αποταμίευσης. Αυτή η επικίνδυνη υπεραφθονία[23] με τις πολλές και ανώμαλες εκφάνσεις της αποτελεί το επίκεντρο των σύγχρονων ανισορροπιών του πλανήτη και επιβαρύνεται, ειδικά στην Ευρώπη, και από την πολιτική λιτότητας. Οι ανισορροπίες αυτές, σε μεγάλο βαθμό, είναι αποτέλεσμα της διεύρυνσης των ανισοτήτων κατανομής εισοδήματος και πλούτου σε πολλά επίπεδα. Καταρχήν, παρότι, το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ εκλαμβάνεται ως σταθερό μέγεθος, μακροχρονίως, καταγράφει ωστόσο σημαντική πτώση, κατά την περίοδο 1983-2006, σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις του ΔΝΤ[24], η οποία θεωρείται επικίνδυνη για το σύστημα, αφού σε αρκετές περιπτώσεις έχει ξεπεράσει ότι θεωρείται κρίσιμο σημείο στα πλαίσια της επικρατούσας θεωρίας[25]. Συγκεκριμένα το μερίδιο των μισθών, στις χώρες-μέλη του G7 μειώθηκε κατά 5.8%, στην περίοδο 1983-2006, και πιο συγκεκριμένα κατά 8.8% στις χώρες-μέλη της ΕΕ[26], κατά 9.3% στη Γαλλία και κατά 13%[27], στην Ελλάδα αντίστοιχα. Παράλληλα, φυσικά το μερίδιο των κερδών διευρύνεται συνεχώς μέσα στο ΑΕΠ των αναπτυγμένων οικονομιών, καθώς τμήματα του εισοδήματος αλλάζουν χέρια και από τους μισθωτούς κατευθύνονται στους κεφαλαιούχους, από τον συντελεστή εργασία προς το συντελεστή κεφάλαιο. Η ανωμαλία αυτή οφείλεται στο ότι, μετά τη δεκαετία του ’80 οι μισθοί υπολείπονται συνεχώς της παραγωγικότητας της εργασίας, που σημαίνει ότι οι μισθωτοί όχι μόνο δε συμμετέχουν στους καρπούς της προόδου, αν και η παραγωγικότητά τους ανέρχεται και, μάλιστα, με ταχείς ρυθμούς, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώνεται πτώση των πραγματικών τους απολαβών. Να υπενθυμίσω ότι, σύμφωνα με την επικρατούσα οικονομική θεωρία, η εξίσωση του μισθού με την παραγωγικότητα της εργασίας, αποτελεί απαράβατο όρο, για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας. Ωστόσο το νεοφιλελεύθερο Κράτος παραμένει αδρανές, έτσι που η δήθεν κρατική ουδετερότητα ευνοεί, ουσιαστικά, τα κέρδη σε βάρος των μισθών.
Μια συμπληρωματική όψη της δημιουργίας ανεξέλεγκτων ανισοτήτων αναφέρεται στην προσωπική κατανομή των εισοδημάτων, όπου οι εξελίξεις υπήρξαν καταιγιστικές μετά την επιβολή της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού: Το 1% των πλουσιότερων κατοίκων της Γης ελέγχει το 45% περίπου του παγκόσμιου πλούτου….και το 50% των φτωχότερων κατοίκων του πλανήτη καλείται να μοιραστεί το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Στο μέλλον προβλέπεται ότι το ποσοστό ελέγχου του πλούτου της παγκόσμιας ελίτ θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο.
Οι ανεξέλεγκτες αυτές ανισότητες τροφοδοτούν την υπεραφθονία της αποταμίευσης, η οποία αφενός περιορίζει τη ζήτηση, δημιουργώντας κρίσεις υπερπαραγωγής και αφετέρου δεν διοχετεύεται προς την παραγωγική επένδυση που παραμένει αναιμική, αλλά προς την αποθησαύριση ή τη ζήτηση πολυτελών αγαθών και υπηρεσιών. Πράγματι, όπως είναι γνωστό, η δημιουργία αποταμίευσης αποτελεί την προϋπόθεση για τη διενέργεια επένδυσης, αλλά δεν αποτελεί και εγγύηση για τη δημιουργία της. Ενώ η αποταμίευση εξαρτάται από το ύψος των εισοδημάτων και ενισχύεται από την ανισότητα κατανομής, η ροπή για επένδυση είναι συνάρτηση του κέρδους που αναμένεται από αυτήν. Σε περίοδο πτώσης των τιμών, και με προβλέψεις ότι αυτή θα συνεχιστεί, η ελαστικότητα προβλέψεων των επιχειρηματιών ισούνται με -1, που σημαίνει ότι όχι μόνον δεν προβλέπουν κέρδος από την επένδυση, αλλά και επιπλέον ζημία, οπότε δεν πρόκειται να επενδύσουν. Η υπεραφθονία ρευστότητας, εξάλλου, δεν κατευθύνεται πια κυρίως στην απόκτηση χρηματιστηριακών τίτλων, εφόσον η απόδοσή τους είναι πολύ χαμηλή. Και αναφορικά με τη ζήτηση για κατανάλωση, η δραστική μείωση των μισθών, η ανασφάλεια που επικρατεί παντού, ο περιορισμός των υπηρεσιών του Κράτους Πρόνοιας, αλλά και η υψηλή ανεργία την διατηρεί σε χαμηλά και ανεπαρκή επίπεδα για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης. Και από την πλευρά τους, οι ολιγάρχες που έχουν συσσωρεύσει το μισό περίπου του παγκόσμιου εισοδήματος, έχουν προ πολλού ικανοποιήσει τις βασικές τους ανάγκες και το είδος των υπερπολυτελών αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και η προτίμησή τους για αποθησαύριση δεν αναθερμαίνει την έντονα υφεσιακή οικονομία μέσω ενεργού ζήτησης.
Συμπέρασμα
Η κρίσιμη κατάσταση στην Ευρώπη, καθώς και οι αποτυχίες της μακροοικονομικής της πολιτικής, που βασίζεται ολοκληρωτικά σε μέτρα νομισματικής πολιτικής, απαιτεί τη συμπλήρωσή της και με μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής. Από τα τελευταία αυτά το πιο επείγον είναι η άμεση προσπάθεια αποκατάστασης του ανεξέλεγκτου πια τρόπου κατανομής του εισοδήματος. Οι εκρηκτικές και εξαιρετικά επικίνδυνες ανισότητες, της κατανομής του εισοδήματος των τελευταίων, περίπου 30 ετών, αποτελούν το κυρίαρχο αίτιο, εξαιτίας του οποίου παρεμποδίζεται η ομαλή λειτουργία των ευρωπαϊκών οικονομιών. Εξυπακούεται, βέβαια, ότι η εξυγίανση πρέπει να αρχίσει από την υποκατάσταση αυτού του παρανοϊκού μέτρου μόνιμης λιτότητας, με σύστημα αυτόματων διορθωτικών μηχανισμών του οικονομικού κύκλου. Από την ανάλυση προκύπτει ότι χωρίς αναθεώρηση του συνόλου της ευρωπαϊκής μακροοικονομικής πολιτικής, το μέτρο επιβολής αρνητικών επιτοκίων δεν έχει πιθανότητες επίτευξης των στόχων του.
*Η εργασία αυτή γράφτηκε πριν από την εκλογή, στις ΗΠΑ, του Donald Trump. Οι επιλογές του νέου πλανητάρχη προβλέπεται ότι θα αναζωογονήσουν την παγκόσμια οικονομία, ακυρώνοντας έτσι τη σημασία των αρνητικών επιτοκίων και αναβάλλοντας την έλευση της χρόνιας ύφεσης.
[1] Και την Ιαπωνία
[2] Υπάρχει, βέβαια, η περίπτωση κατά την οποίαν το επιτόκιο είναι κατώτερο του μηδενός, σε περίπτωση που ο πληθωρισμός είναι ανώτερος από το επιτόκιο. Διαφέρει, όμως, μια τέτοια εξέλιξη, διότι είναι συνέπεια συγκυρίας και όχι ενσυνείδητο μέτρο, αλλά και διότι δεν προκαλεί τις πολύ δυσμενείς εντυπώσεις, και την μεγάλη αβεβαιότητα, της επιβολής αρνητικών επιτοκίων
[3] Bloomberg Quick Take3/5/16
[4] Στην έκθεσή της τον Μάρτιο του 2016 η Bank of International Settlementsπροειδοποιεί για “μεγάλης έκτασης αβεβαιότητα”
[5] Jacques Adda, “Taux négatifs: le prix de la peur”, Alternatives Economiques, no 356 avril 2016
[6] Το μέτρο εμφανίστηκε για μικρό διάστημα στις ΗΠΑ το 2008, αλλά στη συνέχεια, και από το 2012 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Το 2016 προσχώρησε σε αυτό και η Ιαπωνία
[7] James Kanter, “E.U. lowers growth forecasts amid uncertainty”, International New York Times, 4.4.16
[8] Στην Ευρωζώνη, στη Δανία, Ελβετία Σουηδία και Ιαπωνία
[9] Phoenix Capital και αναπαράγεται από Νικόλαο Μπαγιαρτάκη(notification+pdfhecle+facebookmail.com), 6/5/16
[10] Ibidem
[11] Και όχι μόνον, αλλά και της Ιαπωνίας, και του συνόλου σχεδόν των αναπτυγμένων οικονομιών
[12] “Economic Progress and Declining Population Growth”, Προεδρική Ομιλία του 1938
[13] Σε ομιλία του στο ΔΝΤ τον Νοέμβριο του 2013
[14] “Secular depression” κατά τη σχετική ορολογία του Alven Hansen
[15] John Hicks, Capital and growth,Νέα Υόρκη, 1965, σ. 472, Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Μακροοικονομική Ισορροπία στον Καπιταλισμό και Σοσιαλισμό, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1977, σ.190-1
[16] Staff Working Paper No. 571: Secular drivers of the global real interest rate by Lukasz Rachel and Thomas D Smith 11 December 2015
[17] Patrick Artus et Marie-Paul Virard, Croissance zéro,Fayard, 2015, Introduction
[18] Jacques Adda “Taux négatifs: le prix de la peur”, op.cit.
[19] Raymond Barre, Economie Politique,Tome Second, (sous la direction de André Marchal), Presses Universitaires de France, 1956, p. 183 (συνδυασμός των σχετικών θεωρητικών απόψεων του Sir Dennis Robertson- theory of “fonds prêtables” και John Bates Keynes- Rate of Interest, Essays in Monetary Theory,1940)
[20] Maria Negreponti-Delivanis “La dévalorisation de la théorie économique dans le nouvel ordre économique international” Rapport au Colloque à l’UniversitéValachia (Targoviste), 17-18.10.2014 – Espaces Européens(publication au procès verbales)
[21] Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Μακροοικονομική Ισορροπία στον Καπιταλισμό και Σοσιαλισμό,op.cit. σσ 157 επ.
[22] Lawrence H Summers “The age of secular stagnation”, Foreign Affairs, March/April 2016, p.5
[23] Που διαπιστώθηκε για πρώτη φορά το 2005 από τον τότε διοικητή της FEDBen Bernanke σε ομιλία του με τίτλο “Η παγκόσμια υπεραφθονία της αποταμίευσης και το τρέχον έλλειμμα της Αμερικής”, όπως αναφέρεται αοό τονEconomist της 24.9.2005
[24] Μάρτιος 2008
[25] Όπως αυτό ορίζεται στις σχέσεις μισθών και κερδών στα πλαίσια της νεοκλασικής εξίσωσης Cobb-Douglas
[26] Commission Européenne
[27]1995-2004, ΙΝΕ-Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ