Το άρθρο, που ακολουθεί γράφτηκε στα τέλη του 2009. Μεταφράστηκε γαλλικά και αγγλικά, αποτέλεσε κείμενο ανακοινώσεων σε διεθνή συνέδρια και από το Διαδίκτυο το πήραν διάφορα διεθνή περιοδικά.
Με την ευκαιρία των πρόσφατων δηλώσεων των επικεφαλής του ΔΝΤ ξαναδιάβασα το άρθρο και σκέπτομαι ότι η ανάρτησή του θα βρει ενδιαφερόμενους, καθώς είχα από τότε προβλέψει τις καταστροφές, αλλά και είχα προτείνει μέτρα που θα βοηθούσαν.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ
Η Ελλάδα υφίσταται, τους τελευταίους μήνες, μια πρωτόγνωρη λαίλαπα με εθνικές, οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις, που απειλούν να υποβαθμίσουν δραματικά το ρόλο της στην παγκόσμια σκηνή, και να εκθέσουν το λαό της σε απρόβλεπτου μεγέθους κινδύνους και εξευτελισμούς. Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει η νεοσύστατη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ , η κατάσταση επιδεινώνεται με γοργούς ρυθμούς, σε καθημερινή βάση, αν κρίνει κανείς από το συνεχώς ανερχόμενο κόστος δανεισμού, που αναπόφευκτα διογκώνει το έλλειμμα.
Θα μπορούσαν, ωστόσο, να εκφραστούν πολλοί ενδοιασμοί για το αν, πράγματι, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην εντατική, για το αν όντως είναι υποψήφια χρεοκοπίας, για το αν είναι πράγματι επί θύραις η επιτήρησή της από το ΔΝΤ ή και ακόμη για το αν κινδυνεύει να αποπεμφθεί από μέλος της ευρωζώνης. Όχι, βέβαια, επειδή η ελληνική οικονομία χαίρει άκρας υγείας, αλλά επειδή οι δυσκολίες της που δεν είναι αξεπέραστες, και ούτε αστραπές εν αιθρία, ουδέποτε θα είχαν καταλάβει τη θέση πρωτοκλασάτων ειδήσεων στις γνωστότερες εφημερίδες και στα λοιπά ΜΜΕ της υφηλίου, ούτε θα είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον των απανταχού κερδοσκόπων, – που αναζητούν νέα λεία, μετά το σκάσιμο του μπαλονιού των ακινήτων-, αν είχε ληφθεί κάποια στοιχειώδης μέριμνα περιφρούρησης και διακριτικότητας ως προς τον τρόπο δημοσιοποίησής τους.
Να προσθέσω, ακόμη ότι αν, πράγματι, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην εντατική, η κατάστασή της αυτή δεν είναι συνέπεια συγκυριακών, αλλά διαρθρωτικών αδυναμιών, οι οποίες όφειλαν από καιρό να είναι γνωστές στο διευθυντήριο της ΕΕ. Ωστόσο, στο τέλος του 2007 ο πρώην υπουργός Οικονομίας κ. Αλογοσκούφης δέχθηκε συγχαρητήρια από τον κ. Χοακίν Αλμούνια[1] «….επειδή η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με έλλειμμα στην ΕΕ, που εφαρμόζει την οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος κατά 0,5% του ΑΕΠ τον χρόνο έτσι που το 2010 να φθάσουμε σε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό». Ήταν ο ίδιος ο κ. Χοακίν Αλμούνια που υποστήριξε ακριβώς τα αντίθετα, πριν από μερικές εβδομάδες, καθιστώντας μας, έτσι, τον αποδιοπομπαίο τράγο της ΕΕ., και όχι μόνο, αλλά ολόκληρης της υφηλίου, καθώς και εύκολο θήραμα των διεθνών κερδοσκόπων .
Η ανεξέλεγκτη αυτή γνωστοποίηση εξονυχιστικών λεπτομερειών, γύρω από την κακή ή, ορθότερα τραγική πορεία της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα πάντοτε με τα διεθνή ΜΜΕ, εκτός από καταιγισμό προσβλητικών χαρακτηρισμών για τη χώρα μας, ενθάρρυνε και την αλυσιδωτή υποβάθμιση της πιστοληπτικής μας ικανότητας, από τους γνωστούς αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης. Τα πολύ σοβαρά λάθη αξιολόγησης αυτών των οίκων, στο παρελθόν, δημιούργησαν υπόνοιες για διασυνδέσεις τους με εσωτερική πληροφόρηση, συμφέροντα και με κερδοσκοπικά παιχνίδια, και προκάλεσαν την οργή της αμερικανικής κοινής γνώμης. Έχουν, ήδη, κατατεθεί μηνύσεις, από ιδιώτες και ετοιμάζονται και άλλες από δύο αμερικανικές Πολιτείες, εναντίον κάποιων απ’ αυτούς[2].
Πιστεύω, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ότι ουδόλως, δικαιολογείται αυτής της έκτασης ο πανικός, ιδιαίτερα και μετά την πρόσφατη επιτυχία που είχε η έκδοση του 5ετούς ελληνικού ομολογιακού δανείου[3]. Εδραιώνει, ωστόσο, το καλώς έχει αυτού του πανικού η επιδρομή των διεθνών κερδοσκόπων, επί των ελληνικών ομολόγων, επιχείρηση που τους αποφέρει, κέρδη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, επιστρέφοντας την οικονομία μας δέκα χρόνια πίσω και διογκώνοντας το αρχικό χρέος. Υπάρχει, βέβαια, και η υπόνοια ότι δεν καταβάλλονται προσπάθειες αποτροπής του διεθνούς αυτού διασυρμού επειδή, μέσω αυτού επιδιώκεται η επαναφορά στο προσκήνιο της συζήτησης της ανάγκης πολιτικής ένωσης στους κόλπους της ΕΕ[4], ιδίως μετά τη συνειδητοποίηση της αποτυχίας των στόχων που η ΕΕ έθεσε πριν 10 χρόνια στη Λισαβόνα[5]..
Η νεοσύστατη ελληνική κυβέρνηση, μέσα στο γενικευμένο αυτό κλίμα πανικού, εγκληματικής κερδοσκοπίας και υπερβολών, δεν κατόρθωσε να συντονίσει την άμυνά της, να συγκεντρώσει τα επιχειρήματά της και να υπερασπιστεί την οικονομία. Έσπευσε, έτσι, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια πειθούς του διευθυντηρίου της ΕΕ, και της υφηλίου, για το ότι «η Ελλάδα θα κατορθώσει να ικανοποιήσει το σύνολο των απαιτήσεών τους.Ότι η κυβέρνηση διαθέτει ολοκληρωμένο σχέδιο που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση». Ενώ, για μια σειρά από λόγους, θα ήταν απαραίτητο να αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα των μέτρων που της επέβαλαν οι αρμόδιοι της ΕΕ και να υπερασπιστεί την ανάγκη λήψης υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής οικονομίας[6], έτσι ώστε να υπάρξει ευνοϊκό αποτέλεσμα.
Θα υποστηρίξω, συνεπώς, ότι το πρωταρχικό πρόβλημα της Ελλάδος, δεν είναι όπως εμφανίζεται, το υψηλό δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα, αλλά η παντελής αδυναμία επιλογής και εφαρμογής εκείνων των μέτρων, που θα είχαν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να επιλύσουν τα αδιέξοδά της. Και στο σημείο αυτό υπάρχουν κάποιες αλήθειες, που φτάνουν αυτόματα μέχρι τα χείλη του καθενός μας, αλλά που δεν τολμούν να εξωτερικευτούν. Θα έπρεπε, όμως, γιατί η επιβολή ακατάλληλου σταθεροποιητικού προγράμματος κινδυνεύει να καταδικάσει την οικονομία σε μακροχρόνιο μαρασμό. Και το χειρότερο, ο βασικός στόχος, που είναι ο έλεγχος των ελλειμμάτων, δεν έχει πιθανότητες να πραγματοποιηθεί, εξαιτίας της συρρίκνωσης των δημοσίων εσόδων, ως συνέπεια της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας..
Η αμφισβήτηση αυτών των μέτρων ουδόλως σημαίνει βέβαια ότι υποτιμούμε τη σημασία της ιδιότητάς μας ως μέλος της ευρωζώνης, ούτε ότι δεν συναισθανόμαστε τα σφάλματα που μας βαρύνουν. Αν, όμως, πράγματι βρισκόμαστε στο χείλος του γκρεμού, όπως με επίφαση επιμένουν να υποστηρίζουν τα διεθνή ΜΜΕ θα πρέπει, επιτέλους, να τολμήσουμε να υπενθυμίσουμε στους συνομιλητές μας της ΕΕ, ορισμένα γεγονότα, που είναι αναμφισβήτητα, αλλά που όσο απομακρυνόμαστε από το ξέσπασμα της κρίσης ξεχνιούνται, όπως ότι::
· Οι τεράστιες ευθύνες του νεοφιλελευθερισμού, στο ξέσπασμα της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης[7], δεν μπορούν πια να αμφισβητηθούν, ιδιαίτερα και μετά την ταπεινή ομολογία του αρχιερέα του συστήματος, του προέδρου της FED κ. Alan Greenspan, ότι « το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργήσαμε ήταν λανθασμένο»[8].Είναι, λοιπόν, παράλογο, άδικο και εγκληματικό η Ελλάδα, εν μέσω κρίσης, να γίνεται εξιλαστήριο θύμα στο βωμό αποτυχημένων νεοφιλελεύθερων επιταγών και να αποκλείεται, έτσι, η πρόσβασή της στη λήψη μέτρων κεϋνσιανής προέλευσης, τα οποία βοήθησαν, και εξακολουθούν να βοηθούν την παγκόσμια οικονομία να αναρρώσει. Οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι γνωστό, επιτρέπουν στον εαυτό τους επεκτατική οικονομική πολιτική και αποστασιοποιούνται, όταν χρειάζεται, από τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό, συνεχίζοντας τις διακρίσεις ανάμεσα σε ισχυρές και αδύναμες ευρωπαϊκές χώρες, που εφαρμόστηκαν πολυάριθμες φορές στο παρελθόν, σχετικά κυρίως με τους τρόπους και τους βαθμούς εφαρμογής των απαιτήσεων του Συμφώνου Σταθερότητας[9].
· Η επιβολή του Συμφώνου Σταθερότητας, επί δεκαετίες, φέρει ασφαλώς, μεγάλο μέρος ευθύνης για τις δυσκολίες της Ελλάδος, που συσσωρεύτηκαν και που τώρα εκρήγνυνται. Η διαπίστωση αυτή αναφέρεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά για την ελληνική περίπτωση, οι δυσμενείς επιπτώσεις του Συμφώνου Σταθερότητας είναι εντονότερες, εξαιτίας των πολλών και σημαντικών διαρθρωτικών ιδιομορφιών της [10]. Εξάλλου, το σχήμα αυτό αποδείχθηκε θανάσιμα επικίνδυνο, ιδιαίτερα για τον ευρωπαϊκό Νότο, με κύριο θύμα την Ιρλανδία, που επί μακρά σειρά ετών χρησίμευε ως βιτρίνα επίδειξης των θαυμαστών επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής μακροοικονομικής πολιτικής. Για πολλοστή φορά προβάλουν οι κίνδυνοι της επιβολής κοινής μακροοικονομικής πολιτικής σε οικονομίες που διανύουν διαφορετικά στάδια ανάπτυξης και που δεν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιομορφίες τους[11].
· Βεβαίως οφείλουμε να βάλουμε κάποια τάξη στα δημοσιονομικά μας, και ως μέλος της ευρωζώνης πρέπει να τηρούμε τις ανειλημμένες υποχρεώσεις μας. Ωστόσο, ουδείς πράγματι θα βλαφτεί αν η μείωση του ελλείμματός μας κάτω από το 3% του ΑΕΠ πραγματοποιηθεί όχι σε 3 χρόνια -όπως αφόρητα μας πιέζουν να το πράξουμε- αλλά σε 6-7 χρόνια, με την προϋπόθεση βέβαια ότι κάθε χρόνο θα μπορούμε να επιδεικνύουμε το ποσοστό προόδου που θα έχουμε αναλάβει[12]. Η υλοποίηση αυτού του στόχου, σε τόσο μικρό διάστημα, είναι αδύνατη, παρά το γεγονός ότι η επιδίωξή της θα απαιτήσει υπέρογκες θυσίες από τα φτωχότερα τμήματα του λαού. Η αποτυχία επίτευξης της ανειλημμένης αυτής υποχρέωσης, παρά τις θυσίες, θα εντείνει το πρόβλημα αναξιοπιστίας της Ελλάδας, θα αναμοχλεύσει κερδοσκοπικές τάσεις και θα επιδεινώσει τις αναπτυξιακές της δυνατότητες.
Η Ελλάδα, εδώ και πολλές δεκαετίες, χρειάζεται σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές, όμως, όχι μόνο δεν υλοποιούνται αλλά, επιπλέον, δρομολογούνται μεταβολές που επιδεινώνουν την κατάσταση, επειδή είναι διαμετρικά αντίθετες από αυτές που απαιτούνται. Σκέπτομαι, κυρίως, τις μεταρρυθμίσεις στην ελληνική αγορά εργασίας[13], που αν συνεχιστούν προς την ίδια κατεύθυνση, θα φέρουν το χάος, εφόσον τελικά καταλήγουν σε ακόμη μεγαλύτερη αφαίμαξη των μισθών από τα κέρδη, δηλαδή σε ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος, αποπροσανατολισμό της ζήτησης και της παραγωγής, απίσχνανση της πραγματικής οικονομίας, χάριν της χρηματιστηριακής, διαφθορά και κερδοσκοπία. Οι διαρθρωτικές μεταβολές απαιτούν την πάροδο ικανού χρόνου για να υλοποιηθούν και επιπλέον οφείλουν να διενεργούνται με κάποια ιεράρχηση, για να είναι ορθολογικές. Ενδεικτικά αναφέρω ότι σε οικονομία-όπως η ελληνική- με τόσο χαμηλό ποσοστό μισθωτών στη συνολική απασχόληση[14], η κριτική περί μεγάλου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων επιβάλλεται να ληφθεί στις σωστές της διαστάσεις, έτσι που και οι λύσεις, που θα επιλεγούν να είναι αποτελεσματικές. Η απασχόληση, λοιπόν, στο δημόσιο, όταν ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει ικανή απασχόληση, εμφανίζεται ως η μοναδική διέξοδος προκειμένου να αποφευχθεί ανεξέλεγκτης έκτασης ανεργία. Έχω, συνεπώς, σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με το μέτρο ριζικής μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, που επιτάσσει η ΕΕ. Γιατί, αν το πρόβλημά μας είναι η διενέργεια μεταρρυθμίσεων, για μια υγιέστερη οικονομία- και όχι η βραχυχρόνια ικανοποίηση των ευρωπαίων εταίρων μας- θα ήταν απαραίτητο να τους εξηγήσουμε ότι της μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων θα πρέπει να προηγηθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της απορροφητικής ικανότητας του ιδιωτικού τομέα.
Για την αντιμετώπισή των σοβαρών διαρθρωτικών προβλημάτων μας χρειάζεται σχέδιο, το οποίο να προσαρμόζεται στα ειδικά χαρακτηριστικά και στις ανάγκες της οικονομίας μας. Αλλά, πριν απ’ όλα, χρειαζόμαστε χρόνο. Όχι 3 , αλλά τουλάχιστον 6-7 χρόνια, με αρχές και μέτρα που δε θα μεταβάλλονται. Η επιλογή μας κακώς εμφανίζεται, ότι κινείται μεταξύ σκληρών και ηπιότερων μέτρων, γιατί το πραγματικό δίλημμα είναι ανάμεσα σε συντηρητική / συρρικνωτική και σε επεκτατική/αναπτυξιακή πολιτική. Και ειδικά, για την ελληνική περίπτωση, πιστεύω ότι η κυρίαρχη επιλογή δεν μπορεί παρά να είναι η δεύτερη. Τα ελλείμματα, δηλαδή να αντιμετωπιστούν, στην αρχή, με ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και κάποια συμπληρωματικά μέτρα συρρίκνωσης. Πολύ συνοπτικά:
*Έχω την πεποίθηση ότι θα αποδειχθεί θανάσιμο σφάλμα το μέτρο του περιορισμού των μισθών και συντάξεων αν, τελικά, αυτό δεν αποφευχθεί. Η συρρίκνωσή τους, που αγγίζει τις περίπου 13 μονάδες (1980-τώρα), μέσα στο ΑΕΠ, εξαιτίας της επέκτασης της ελαστικής εργασίας, του χρόνια άδικου φορολογικού συστήματος, της ανεργίας, της πίεσης επί των μισθών από τους λαθρομετανάστες, της μετεγκατάστασης και κυρίως της απειλής για μετεγκατάσταση επιχειρήσεων και του επιπέδου εργατικών αμοιβών, που υπολείπεται της παραγωγικότητας της εργασίας[15]. Αν, λοιπόν, υιοθετηθεί το ατυχέστατο αυτό μέτρο, θα ηρεμήσει προς στιγμήν, τους αρμόδιους της ΕΕ- και όχι μόνο- αλλά κινδυνεύει πολύ σοβαρά να καταλήξει στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα: δηλαδή, σε κάθετη πτώση των φορολογικών εσόδων, εξαιτίας εμβάθυνσης της ύφεσης και σε ανεξέλεγκτη ανεργία[16]. Για να μην προσθέσω και την αναπόφευκτη κορύφωση των κοινωνικών αναταραχών. Αυτό που χρειάζεται η οικονομία μας, και που αποτελεί τώρα τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας, είναι η πάση θυσία ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης. Ρυθμού που, οπωσδήποτε, να υπερβαίνει αυτόν της αύξησης του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος. Γι αυτό, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η εγχώρια ζήτηση, η εγχώρια παραγωγή και οι εξαγωγές. Ο στόχος αυτός είναι τώρα, με την κρίση, ασφαλώς, δυσκολότερος, αλλά δεν έχουμε άλλη διέξοδο. Η υλοποίηση αυτού του κυρίαρχου στόχου απαιτεί, φυσικά, τη διενέργεια δημοσίων επενδύσεων, σε όσο γίνεται μεγαλύτερη έκταση. Οι δημόσιες παραγωγικές δαπάνες θα πρέπει να εκπροσωπούν σημαντικό ποσοστό στο ΑΕΠ , για να είναι αποτελεσματικές. Οι δημόσιες δαπάνες θα έπρεπε να συμπληρωθούν με γενναία αναδιανομή του εισοδήματος, από το κεφάλαιο προς την εργασία, από τους πλουσιότερους προς τους φτωχότερους για να αποκατασταθεί, σταδιακά, η διασαλευθείσα ανισορροπία, που προκλήθηκε από τις χρόνιες και ακραίας έκτασης ανισότητες. Αυτής της μορφής και έκτασης δαπάνες βρίσκονται στη βάση της ταχύτατης ανάπτυξης της Κίνας, σε πείσμα της κρίσης, αλλά και στον περιορισμό των δυσμενών επιπτώσεών της στις ΗΠΑ[17].
*Η πάταξη της φοροδιαφυγής-και ταυτόχρονα και της διαφθοράς-είναι στόχοι πρωταρχικής σημασίας, που ωστόσο δεν υλοποιήθηκαν επί δεκαετίες. Είναι, ασφαλώς, απογοητευτικό ότι προς το παρόν η κυβέρνηση στοχεύει-όπως άλλωστε και όλες οι προηγούμενες- προς τα γνωστά υποζύγια, που αδυνατούν να αποκρύψουν εισοδήματα: στους μισθωτούς και συνταξιούχους και στους ιδιοκτήτες ακινήτων. Τα όρια περαιτέρω αποστράγγισής τους είναι πολύ περιορισμένα και ανεπαρκέστατα για να δώσουν τις επιθυμητές λύσεις. Τους άλλους, τους πραγματικούς φοροφυγάδες, πως θα τους αναγκαστούν να πληρώνουν το φόρο που τους αναλογεί; Η φοροδιαφυγή, στην Ελλάδα είναι τόσο τραγικά υψηλή επειδή οι μη μισθωτοί είναι περίπου 3 φορές περισσότεροι, ως ποσοστό στη συνολική απασχόληση, σε σύγκριση με τις λοιπές οικονομίες της ΕΕ-15. Γι’ αυτό άλλωστε και το ποσοστό των άμεσων φόρων στο ΑΕΠ μας είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Υπάρχουν, ασφαλώς, τρόποι σύλληψης της φοροδιαφυγής και των φοροφυγάδων. Αλλά χρειάζεται θάρρος, που δεν το είχαν, επί δεκαετίες, οι υπουργοί οικονομικών. Χρειάζονται, ακόμη, ατσάλινα νεύρα για να αντιμετωπιστούν οι εντονότατες αντιδράσεις όλων αυτών, που κατορθώνουν να ζουν στη χλιδή δηλώνοντας ως εισόδημα μόνο….800Ετο μήνα.
*Ο περιορισμός της σπατάλης του δημόσιου τομέα είναι θέμα πρώτης ανάγκης, και θα πρέπει να επιχειρηθεί με ιδιαίτερα σκληρά, αλλά διόλου εύκολο να εφαρμοστούν, μέτρα. Κι αυτό επειδή, επί σειρά δεκαετιών, οι Έλληνες που καταλαμβάνουν πολυθρόνες, μεγάλες ή και πιο ταπεινές, σπανιότατα είναι σε θέση να διαχωρίσουν την αποστολή και την προσωπικότητά τους, από την επίδειξη. Το παράδειγμά τους αποτελεί μοντέλο μίμησης από το σύνολο των εργαζομένων στο δημόσιο. Να υπογραμμίσω, επίσης, ότι κατά την κρίση μου, το πρόβλημα του δημόσιου τομέα, στην Ελλάδα, δεν είναι το μεγάλο του μέγεθος, αλλά η αναποτελεσματικότητά του. Συνεπώς, δεν πιστεύω ότι η απλή μείωση του αριθμού δημοσίων υπαλλήλων και οργανισμών αποτελεί τη λύση.
*Το συνολικό φορολογικό βάρος στην Ελλάδα, αναπόφευκτα, πρέπει να αυξηθεί, γιατί διαφορετικά δεν θα εξέλθουμε από την εντατική. Το ζητούμενο, ωστόσο είναι πρώτον, η αύξηση αυτή να κατανεμηθεί, επιτέλους, με τρόπο δίκαιο και ορθολογικό και δεύτερον, να αναφέρεται σε μια ολοένα και μεγαλύτερη βάση, δηλαδή σε ανερχόμενο ΑΕΠ.
Δυστυχώς, οι σχέσεις της χώρας μας με την ΕΕ υπέστησαν σοβαρό πλήγμα, και εξακολουθούν να τραυματίζονται καθημερινά. Θα έπρεπε, καταρχήν, να θεωρείται δεδομένη η υποχρέωση της ΕΕ να συμπαρίσταται στα μέλη της, όταν δοκιμάζονται, και να βάζει φρένο στις κερδοσκοπικές επιθέσεις, εναντίον τους[18]. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι, όντως, αδιανόητη η απειλή της μη αποδοχής των ελληνικών ομόλογων από την ΕΚΤ, έπειτα από σχετική απόφαση της Moody! Εξάλλου, δεν είναι σοβαρή η όποια συζήτηση για την τυχόν έξοδό μας από την ΕΕ, αλλά ούτε και για την αποπομπή μας που, για μια σειρά από λόγους, θα ήταν επαχθέστερη για την Ένωση από ότι για την Ελλάδα.
Ωστόσο, ως μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης, το τέλος του διεθνούς διασυρμού μας, καθώς και της απομύζησής μας από τους κερδοσκόπους, περνά αναγκαστικά μέσα από τη δυνατότητα συνεννόησής μας με το διευθυντήριο της ΕΕ. Η όποια όμως συναίνεση, ιδιαίτερα και ύστερα από τα όσα έχουν πρόσφατα διαμειφθεί, δεν μπορεί πια και δεν πρέπει να αρκεστεί στην τυφλή υιοθέτηση των μέτρων, που μας επιβάλλονται, αλλά αντιθέτως στην, εκ βάθρων αμφισβήτησή τους.
Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Πρ. Πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Πρόεδρος του Ιδρύματος Δελιβάνη Θεσσαλονίκη, 20.12.2009
[2]Βλ. Χ. Α. Καλούδη και Λ. Αθ. Γεωργιάδη, « Standard &Poor’s, Moody’s και Fitch, Ποιοί βρίσκονται πίσω από τους οίκους που μας υποβαθμίζουν», Έρευνα στο Περιοδικό Επίκαιρα, 18-23/12/2009
[3] Την 25.1.2010, με την οποία η ελληνική κυβέρνηση επιδίωκε να αντλήσει δάνειο 5Ε δις, και υπήρξε ζήτηση για 25Ε δις.
[4] Βλ. R. Thomson-Agence France-Presse “Greece puts EU in a quandary », δημοσιευμένο στην Καθημερινή της 25.01.2010
[8] Βλ. «Jeremy Cliff “Profiles psychologist Daniel Kahneman» (2009), Finance and Development, Σεπτέμβριος
[9] Βλ. Μ. Νεγρεποντη-Δελιβάνη(2004) Η τύχη του ευρώ, μετά την κηδεία του Συμφώνου Σταθερότητας, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Κορνηλία Σφακιανάκη : Θεσσαλονίκη
[11] Η επιβολή κοινής μακροοικονομικής πολιτικής στα πλαίσια της ΕΣΣΔ αναγνωρίζεται ως βασικός παράγοντας της διάλυσής της
[12] Παραπέμπω στη σχετική ρήση του Herbert Stein, Tax Policy in the Twenty First Century(1998), edited by Herbert Stein, John Wiley & Sons, New York, σελ. 290 όπου υποστηρίζει ότι: «Σε πολλές χώρες τα ελλείμματα είναι αρκετά υψηλά ώστε να αυξάνουν τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ. Οι οικονομολόγοι αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Και όπως είπα-αυτός είναι ο πρώτος νόμος του Stein-αν κάτι δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα θα σταματήσει. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί σε ολόκληρο τον 21ο αιώνα».
[13] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (2007), Μεταρρυθμίσεις, Το ολοκαύτωμα των εργαζομένων στην Ευρώπη, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Λιβάνη, Αθήνα
[15] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (2010), Η φονική κρίση, υπό εκτύπωση από Ίδρυμα Δελιβάνη και Εκδόσεις Λιβάνη
[16] Και δυστυχώς, παρά τις, περί του αντιθέτου, έντονες προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης τα κρατικά έσοδα μειώθηκαν κατά 3.4% μέσα στο 2009-Βλ. Κ. Πανταζής, «Έπιασαν πάτο τα κρατικά έσοδα, πάγωσαν και οι πληρωμές» (2010), Πρώτο Θέμα, 3.1
[17] «Obama lays out new spending despite fears over rising debt”(2009), The Associated Press-International Herald Ttibune 9.12
(Visited 1 times, 1 visits today)