Η ομιλία του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στην 84η ΔΕΘ περιείχε πολυάριθμες εξαγγελίες, οράματα και υποσχέσεις, αλλά και ηχηρές παραλείψεις, καθώς και ορισμένες εξάρσεις ιδεολογικής προέλευσης, που θα ήταν προτιμότερο να είχαν αποφευχθεί. Η βελτίωση του γενικότερου κλίματος, που κυριάρχησε κατά την ομιλία, οφείλεται κυρίως στην όντως θεαματική μείωση του κόστους εξωτερικού δανεισμού, στη μάλλον σίγουρη προοπτική μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς και στην κατάργηση των capital controls.
Στα παραπάνω να προσθέσω και την ταχύτητα και αποφασιστικότητα με την οποία η νέα κυβέρνηση αντιμετώπισε ή άρχισε να αντιμετωπίζει ζωτικά και χρονίζοντα προβλήματα, όπως ανάμεσα και σε άλλα, αυτά της ασφάλειας των πολιτών, των φυσικών καταστροφών, της διακίνησης ναρκωτικών στο χώρο των ΑΕΙ, του τρόπου διάθεσης φαρμάκων για τους καρκινοπαθείς.
Εξάλλου, θετικές εντυπώσεις προκάλεσαν και οι εξαγγελίες για την ενθάρρυνση της τραγικά χαμηλής γεννητικότητας στην Ελλάδα, η σαφής, όσο και καταρχήν πραγματοποιήσιμη πρόθεση ψηφιοποίησης του κράτους, κατά το θαυμάσιο πρότυπο της Εσθονίας, καθώς και η ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας που αναμένεται να αναζωογονήσει πολυάριθμες βιομηχανίες και βιοτεχνίες, συνδεδεμένες με αυτήν. Ειδικότερα:
ADVERTISING
Θα αρχίσω με το καθαρώς οικονομικό-αναπτυξιακό τμήμα της ομιλίας του Πρωθυπουργού, για το οποίο θα ήμουν ευτυχής αν, τελικά, αποδειχθούν εσφαλμένες οι πολύ έντονες αμφιβολίες μου, για τη δυνατότητα υλοποίησής του, έστω και μερικώς. Σχετικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα, που εμφανίζονται ως προπομπός επιτυχιών, η μείωσή τους σίγουρα θα περιορίσει σε κάποιο βαθμό την ένταση του αδιέξοδου, μειώνοντας το αρνητικό πρόσημο της διενέργειας επενδύσεων των τελευταίων ετών, χωρίς όμως να το εξαλείψει. Με τις καλύτερες συνθήκες, η Ελλάδα δεν θα ξεπεράσει, ως το 2060 τον χλωμό αναπτυξιακό ρυθμό του 1-1,5% του ΑΕΠ.
Από τη στιγμή, συνεπώς, που η παρούσα κυβέρνηση, αποφάσισε να δεχθεί ως δεδομένο και μη αντιστρέψιμο το σύνολο των αναπτυξιακών εμποδίων, που ανάλγητα ορθώνονται στο περιεχόμενο των μνημονίων και των παραφυάδων τους, δεν είχε άλλη διέξοδο από την ουτοπία των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ήταν, συνεπώς, αναπόφευκτη η απογοητευτική ποιότητα των διάσπαρτων, και χωρίς συνοχή και αλληλουχία οικονομικών μέτρων, που εξαγγέλθηκαν από τον κ. Πρωθυπουργό στην ΔΕΘ.
Η ελληνική πραγματικότητα με τις επενδύσεις
Σχετικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις, κρίνω χρήσιμη μια σύντομη αναφορά, στις αυστηρές προδιαγραφές, που απαιτούν και που δεν πληροί η Ελλάδα, αλλά και στις πάγιες γεωγραφικές τους προτιμήσεις. Ας δεχθούμε, ωστόσο, προς στιγμή, την εξωπραγματική υπόθεση, ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις θα εισρεύσουν στην Ελλάδα σε ικανό αριθμό και σε αξία, και ας ανατρέξουμε στις βασικές αρχές της οικονομίας σχετικά με τις επενδύσεις και την ανάπτυξη:
Καταρχήν, έχουμε άραγε σχεδιάσει το είδος και τους τομείς στους οποίους επιθυμούμε να κατευθυνθούν αυτές οι υποτιθέμενες άμεσες ξένες επενδύσεις; Ή, απλώς, προσφέρουμε το έδαφός μας σε οτιδήποτε ήθελε, σχετικά, προκύψει; Φοβούμαι, αν και πάλι επιθυμώ να σφάλλω, ότι δεν έχει προηγηθεί ίχνος σοβαρής μελέτης για τις διακαώς αναμενόμενες ΑΞΕ. Κάτι, που δυστυχώς, ισοδυναμεί με εμβάθυνση της ήδη μακρόχρονης καταστροφής μας.
Πράγματι, θεωρώντας ευπρόσδεκτες κάθε μορφής απρογραμμάτιστες επενδύσεις, οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουμε, υπερβαίνουν πιθανότατα, τους αντίστοιχους της μη επένδυσης. Μερικοί από τους κινδύνους είναι: Η αρπαγή των “φιλέτων”, που διαθέτει η χώρα, και που έχει ήδη αποκτήσει τρομακτικές διαστάσεις στη χώρα μας. Η Ελλάδα, με απύθμενη επιπολαιότητα, εκχωρεί λιμάνια, αεροδρόμια, μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια κλπ., σε ξένους. Προς αυτή την ολισθηρή οδό μας σπρώχνουν οι εταίροι μας, που εμφανίζουν τα συμφέροντά τους, ως ανάγκη διενέργειας ταχέων μεταρρυθμίσεων. Και εμείς όχι μόνο δεν υπερασπιζόμαστε την επιβίωση του τόπου μας, αλλά και βαυκαλιζόμαστε αποκαλώντας το ξεπούλημα, επένδυση.
Θεωρώ, λοιπόν, απειλητικό το γεγονός, ότι σε πολλά σημεία της πρωθυπουργικής ομιλίας, γίνεται ενθουσιώδης αναφορά σε αυτή την προοπτική ξεπουλήματος, που ωστόσο εμφανίζεται με μανδύα δήθεν επένδυσης. Και παρότι οι προτιμήσεις αυτές της παρούσας Κυβέρνησης, δεν διαφέρουν δυστυχώς από τις αντίστοιχες των προκατόχων της τής τελευταίας δεκαετίας, αναπόφευκτα, ωστόσο, συνδέονται με την εκ προοιμίου προσκόλλησή της στο φιλελευθερισμό. Η ιδεολογία αυτή, κυρίως σε ακραίες μορφές της, αναγνωρίζεται πλέον ως η κυρίως υπαίτια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, του 2008, που ακόμη δεν έχει περατωθεί, και που εκτός της ΕΕ, εγκαταλείπεται με ταχύτατους ρυθμούς σε ολόκληρη την υφήλιο.
Και αν επενδύαμε στον πρωτογενή τομέα;
Θεωρώ, ακόμη, απαραίτητο να υπενθυμίσω, μια σημαντική διάσταση, που έχει λησμονηθεί. Την απουσία, δηλαδή, κυρίαρχης θεωρίας ανάπτυξης. Που σημαίνει, ότι δεν υπάρχουν σαφείς προδιαγραφές για την έλευσή της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ουδείς σοβαρός οικονομολόγος είναι σε θέση να διαβεβαιώσει ότι το όποιο αναπτυξιακό του πρόγραμμά θα υλοποιηθεί.
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες βασικές κατευθυντήριες γραμμές, των οποίων η υιοθέτηση αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας μιας αναπτυξιακής προσπάθειας. Ως πρώτη από αυτές, θα έθετα την προσεκτική επιλογή του αρχικού τομέα, στον οποίον θα έπρεπε να κατευθυνθούν οι επενδύσεις, εθνικές ή άμεσες ξένες επενδύσεις, και που φυσικά διαφέρει από οικονομία σε οικονομία, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε μιας.
Το ζητούμενο είναι, οι αρχικές επενδύσεις να δημιουργήσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, οριζόντια και κάθετα, που εκτός από τον αρχικό τομέα να διαχυθούν και εκτός του. Αν συμφωνήσουμε ότι η ελληνική οικονομία, αν και καταστραμμένη και λεηλατημένη από τα μνημόνια, μετά από δεκαετή ύφεση, εμπεριέχει ωστόσο προοπτικές ταχέων και υψηλών αποδόσεων, θα επέλεγα χωρίς αμφιβολία τον πρωτογενή τομέα ως σημείο αφετηρίας, παράλληλα με την προσέλκυση νέων τεχνολογιών, που να σχετίζονται με αυτόν. Και μόλις θα είχαμε τα πρώτα σημάδια επιτυχίας, θα ήταν αναγκαίο να προχωρήσουμε σε επενδύσεις καθετοποίησης.
Το ΑΕΠ θα αύξανε έτσι σημαντικά, με παράλληλη μείωση των εισαγωγών και αύξηση των εξαγωγών. Το αγκάθι εδώ είναι η ΚΑΠ, που ήδη διάλυσε την ελληνική γεωργία και δεν θα επιτρέψει την ανασύστασή της, αν εμείς δεν αγωνιστούμε για αυτήν. Να προσθέσω ακόμη ότι οι αρχικές επενδύσεις πρέπει να είναι σημαντικές για να εξασφαλίσουν τη συνέχεια της αναπτυξιακής προσπάθειας.
Φορολογικά ή άλλα κίνητρα προς τους Έλληνες επιχειρηματίες αποδείχθηκαν παντελώς αναποτελεσματικά στο παρελθόν, αν δεν είχαν συμπληρωθεί και από άλλα σημαντικότερα κίνητρα, όπως μεταξύ άλλων, από εξασφαλισμένες αγορές για τα νέα προϊόντα. Η αρνητική ελληνική εμπειρία των δεκαετιών ’60 και ’70 είναι πολύ διδακτική στο σημείο αυτό.
Στα αζήτητα η ρομποτική
Να αναφέρω ακόμη ότι στον κυβερνητικό ενθουσιασμό, σχετικά με τη δήθεν επερχόμενη ανάπτυξη, λησμονήθηκαν ολοκληρωτικά οι επιπτώσεις της αυτοματοποίησης και της ρομποτικής, όπως αυτές καταγράφονται σε πολυάριθμες πρόσφατες έρευνες, που προβλέπεται να περιορίσουν τις ανάγκες εργατικών χεριών, κατά περίπου 38- 47% τα επόμενα δέκα περίπου χρόνια.
Οι προηγμένες οικονομίες της υφηλίου αναζητούν τρόπους αντιμετώπισης αυτού του τεράστιου προβλήματος, αναθεωρώντας τον τρόπο κατανομής του εισοδήματος. Όμως στην Ελλάδα φαίνεται να ακολουθείται μια αντίστροφη, όσο και αντικοινωνική πολιτική, αν επιπλέον ληφθεί υπόψη ότι στα πλαίσια των απαιτούμενων κατά καιρούς οιονεί μεταρρυθμίσεων, από τους θεσμούς, η αγορά εργασίας έχει μετατραπεί, ηθελημένα σε ζούγκλα με τα μέτρα προστασίας της να έχουν φθάσει σε απαράδεκτα οριακό σημείο.
Γι’ αυτό, και οι σχετικές κυβερνητικές εξαγγελίες για ακόμη μεγαλύτερο περιορισμό της εργατικής προστασίας, εκτός του ότι διαχέουν έντονη οσμή ενός επικίνδυνου φιλελευθερισμού, προετοιμάζουν καταστάσεις ανεξέλεγκτων πια ανισοτήτων κατανομής, που θα έπρεπε να αναθεωρηθούν άμεσα και πάση θυσία. Οι κυβερνητικοί ενθουσιασμοί, εξάλλου, σχετικά με την αναμενόμενη ταχύρρυθμη ανάπτυξη ουδόλως πτοούνται από τον πολύ ορατό κίνδυνο, η Δύση να έχει ήδη περιέλθει σε περίοδο αέναης στασιμότητας. Αυτός ο κίνδυνος προβάλλει με τη γενίκευση των αρνητικών επιτοκίων, καθώς και με τη χρόνια αδυναμία επίτευξης πληθωρισμού ίσου με 2%, που αναπόφευκτα θα επηρεάσει αρνητικά και την Ελλάδα.
Εθνικά θέματα και μεταναστευτικό
Πέρα, όμως από το ουτοπικό κυνήγι της ανάπτυξης, που τελικά είναι αδύνατη στο ζοφερό περιβάλλον των μνημονίων, αλλά και των μεταμφιέσεών τους, θεωρώ ιδιαίτερα τραυματική την πλήρη αποσιώπηση, από την πρωθυπουργική ομιλία, εκείνων των δραματικών εξελίξεων, που βρίσκονται στην κορυφή του ενδιαφέροντος και των ανησυχιών του ελληνικού λαού. Θα αρκεστώ, λόγω περιορισμένου χώρου, σε δύο μόνο από αυτές:
Στη Συμφωνία των Πρεσπών. Ούτε κουβέντα, στην πρωθυπουργική ομιλία, για την εθνική αυτή προδοσία, παρότι ο ελληνικός λαός μαίνεται εναντίον της και παρότι Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, εξειδικευμένοι, στο θέμα, προβάλλουν σωρεία σοβαρών λόγων, σχετικά με τη δυνατότητα ακυρώσεώς της. Και ενώ, το μέγα αυτό εθνικό πρόβλημα όφειλε να είναι, συνεχώς, στις επάλξεις των προβληματισμών μας, η επίσημη γραμμή, όπως δυστυχώς φαίνεται, είναι αυτή της λήθης.
Στους Πρόσφυγες/Μετανάστες. Μακάρι να μπορούσαμε να αγκαλιάσουμε όλους τους απόβλητους αυτού του κόσμου, και να τους προσφέρουμε μια νέα ζωή. Δυστυχώς, δεν μπορούμε, και είναι πιστεύω περιττό να εξηγήσω εδώ τους πολυάριθμους όσο και εμφανείς λόγους αυτής μας της αδυναμίας. Ωστόσο….συνεχίζουμε να δεχόμαστε χιλιάδες από αυτούς, αδιαμαρτύρητα, και να εφευρίσκουμε δήθεν λύσεις, που τέτοιες δεν είναι. Όπως, μεταξύ άλλων η μεταφορά τους από τα νησιά μας στην πρωτεύουσα! Για να είμαστε καλοί Ευρωπαίοι!
Συμπερασματικά, η Ελλάδα οδεύει σε πλήρη εξαφάνιση, αν δεν αναχαιτιστεί άμεσα η απευκταία τακτική των κυβερνήσεών της, που συνίσταται στο “κουκούλωμα” των εκάστοτε ζωτικών για την επιβίωσή της προβλημάτων και, αντιθέτως, στην ενασχόλησή της με τα επουσιώδη. Το χρέος παραμένει μη βιώσιμο και η όποια θετική συμβολή των άμεσων ξένων επενδύσεων στην ανάπτυξη προϋποθέτει οικονομία, που έχει αρχίσει με δικές της δυνάμεις και προγραμματισμό να εξέρχεται από την ύφεση. Διαφορετικά, η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει να είναι έρμαιο ξένων συμφερόντων, που θα υλοποιούνται μέσω άμεσων ξένων επενδύσεων/ξεπουλήματος.
Πολύ κρίμα, που και αυτή η νέα κυβέρνηση αρνείται να απαιτήσει τα δίκαια αιτήματα της Ελλάδας, και απλώς επιλέγει να θριαμβολογεί για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Ακόμη και τώρα, ακόμη και μετά τις ηχηρές εξομολογήσεις της ΕΕ και του ΔΝΤ, ότι ναι διέπραξαν έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας, επιλέγοντας τη διάσωση των τραπεζών και, πετώντας την Ελλάδα στον Καιάδα, για τους κυβερνητικούς μας δεν….κινείται φύλλο.