Αν βασιστεί κανείς στις επίσημες κυβερνητικές διαβεβαιώσεις το μεταναστευτικό θεωρείται ως το υπ’αριθμόν 1 πρόβλημα της χώρας μας. Πράγματι, τα ΜΜΕ καυτηριάζουν, σε καθημερινή βάση, αναρίθμητες πτυχές της αδιέξοδης κατάστασης που επικρατεί σε ολόκληρη την Ελλάδα, ανακοινώνουν προθέσεις της Κυβέρνησης για τη λήψη πιο αποτελεσματικών μέτρων, αν και αυτά παραμένουν γενικώς αδιευκρίνιστα, καθώς και εξαγγέλλει τη σύγκλιση συσκέψεων επί συσκέψεων για την εξεύρεση λύσεων.
Παράλληλα, ωστόσο, μια σειρά χειρισμών ή αποχής από απολύτως ενδεδειγμένες ενέργειες δημιουργεί βασανιστικές αμφιβολίες για το αν, πράγματι, πρόθεση της Κυβέρνησης είναι η επίλυση του μεταναστευτικού.
Θα αναφερθώ σε κάποιες από τις σκοτεινές αυτές πλευρές αντιμετώπισης του μεταναστευτικού, επιλέγοντας κάποια αποκαλυπτικά σημεία της πρόσφατης σύσκεψης, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα με αρμόδιους κοινοτικούς. Πριν από όλα αξίζει να υπογραμμιστεί η άνετη δήλωση της κυρίας Γιόχαρσον, επίτροπου εσωτερικών υποθέσεων, ότι “το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, αλλά κοινοτικό”, αλλά και το γεγονός ότι αυτή η δήλωση περιέργως δεν αντικρούστηκε από την ελληνική πλευρά. Γιατί, βέβαια, το πρόβλημα είναι σαφέστατα ελληνικό και όχι πια κοινοτικό, καθώς όλες ανεξαιρέτως οι ευρωπαϊκές χώρες έλαβαν αποτελεσματικά μέτρα είτε πλήρους κλεισίματος των συνόρων τους, είτε σημαντικού περιορισμού της μεταναστευτικής ροής προς αυτές, είτε τέλος αυστηρής επιλογής αριθμού και χαρακτηριστικών μεταναστών που αποδέχονται. Όλες, εκτός από την Ελλάδα, που χωρίς αμφιβολία, πηγαίνει σταθερά και στο θέμα αυτό, που φευ φαίνεται να αποτελεί τμήμα γενικότερου σχεδίου, από το κακό στο χειρότερο. Δεύτερον, άκουσα με δυσάρεστη έκπληξη, τη δήλωση του κ. Μητσοτάκη ότι για την επίλυση του μεταναστευτικού “στηρίζεται στην αλληλεγγύη της ΕΕ”. Και πως να μη διερωτηθεί κανείς σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η αλληλεγγύη στην οποίαν βασίζεται ο Έλληνας πρωθυπουργός για την επίλυση του μεταναστευτικού, που καθημερινά καταπίνει την Ελλάδα; Θα πρέπει, βέβαια, να αναγνωριστεί ότι η κυρία Γιόχαρσον πήρε κάπως, θλιβερό ύφος, όταν πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα δέχεται μεγάλη πίεση». Και στη συνέχεια πέρασε σε κάποιες αόριστου και γενικού τύπου υποσχέσεις, από αυτές που ακούμε κατά κόρον τον τελευταίο καιρό, ότι ναι “θα πρέπει να βρούμε τρόπους στο μέλλον”. «Τρόπους» που η χώρα μας αναμένει εδώ και χρόνια, ενόσω το πρόβλημά μας γίνεται ολοένα πιο επείγον, πιο δυσεπίλυτο, πιο απειλητικό και πιο καταστρεπτικό. Να προσθέσω, ακόμη, ότι ενώ χώρες όπως η Ισπανία και η Αυστραλία, συνήψαν συμφωνίες για την αποθάρρυνση έλευσης μεταναστών σε αυτές, με χώρες που αποτελούσαν προηγούμενους σταθμούς του τελικού μεταναστευτικού προορισμού, η Ελλάδα αντιθέτως εξακολούθησε να επαφίεται παθητικά στις σχετικές ρυθμίσεις της Τουρκίας, παρότι αυτή ουδόλως προσπαθεί να αποκρύψει το γεγονός ότι χρησιμοποιεί τις μεταναστευτικές ροές εκβιαστικά και με βάση πολιτικούς στόχους, που σιγά-σιγά αποκαλύπτονται, σπέρνοντας τρόμο.
Μέσα σε αυτό το φοβερό αδιέξοδο, στο οποίο έχει βαλτώσει το ελληνικό μεταναστευτικό πρόβλημα, και όχι μόνο, θα υπέθετε κανείς με την απλή λογική ότι η Κυβέρνηση όφειλε να αναζητήσει το στήριγμα της λαϊκής συμπαράστασης, προκειμένου να διευκολυνθεί στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων, καθώς και στην ενίσχυση των διαπραγματευτικών της επιδόσεων.
Ωστόσο, μια τέτοια υπόθεση αποδεικνύεται εσφαλμένη διότι, παραδόξως, ουδόλως συμπίπτει με την κυβερνητική επιλογή. Η Κυβέρνηση της ΝΔ, χωρίς να κατηγορεί ανοικτά τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, όπως το έπραττε ο ΣΥΡΙΖΑ για το Σκοπιανό, επειδή αντιτίθεται στη συνέχιση του μεταναστατευτικού εγκλήματος, καταλήγει ωστόσο στο ίδιο με τον ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσμα. Δηλαδή, στην κυβερνητική άρνηση να επιδιώξει λύση με βάση τις αγωνίες, τις επιθυμίες και τις αντιδράσεις του ελληνικού λαού.
Θα αναφερθώ, ενδεικτικά, σε δύο ακατανόητες, αλλά και ιδιαίτερα τραυματικές περιπτώσεις:
-Πρώτον, όπως είναι γνωστό, τον τελευταίο καιρό, σε σχεδόν καθημερινή βάση, διενεργούνται δημοσκοπήσεις στη χώρα μας, που μετρούν αντιδράσεις και προτιμήσεις των πολιτών, ρίχνοντας το κέντρο του βάρους στα οικονομικά επιτεύγματα της νέας Κυβέρνησης. Ουδεμία αντίρρηση, ανεξαρτήτως βέβαια το κατά πόσον αυτά τα ευρήματα ακουμπούν σε στέρεες βάσεις. Αλλά, όμως, πως να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι, για το μεταναστευτικό, που ανακοινώνεται επισήμως ως το πρώτο ελληνικό πρόβλημα, δεν έγινε ούτε μια ad hoc δημοσκόπηση, για να διερευνηθούν οι αντιδράσεις και προτιμήσεις του ελληνικού λαού;
-Δεύτερον, αξίζει να επικαλεστώ την ανεξήγητη, από πρώτη ματιά, «σιγή τάφου», από τα ΜΜΕ, που ακολούθησε το Διάγγελμα/Προειδοποίηση προσωπικοτήτων της 22ης Νοεμβρίου 2019, με τίτλο «Η παράνομη μετανάστευση έχει λάβει διαστάσεις…εισβολής». Δεν θα παραμείνω στη λέξη «προσωπικότητες», και επειδή δεν μου αρέσει, παρότι γενικευμένης χρήσης, αλλά και επειδή υπογράφω και εγώ το διάγγελμα. Θα προτιμήσω αντιθέτως να χαρακτηρίσω όσους το υπογράφουν, ως «σκεπτόμενους», και «προβληματιζόμενους» πολίτες, με μακρά και υπεύθυνη πορεία και δραστηριότητα σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Το ερώτημα, συνεπώς που, αμείλικτα, τίθεται εδώ, και που εξίσου αφορά και ανάλογο διάγγελμα των PhD Prof. (που και αυτό τυχαίνει να φέρει την υπογραφή μου), είναι οι λόγοι που οδήγησαν τα ΜΜΕ στην τακτική της συλλογικής αποσιώπησης. Αυτή, πως αλλιώς να ερμηνευτεί, εκτός από αδιαφορία και από περιφρόνηση για τις φοβερές συνέπειες του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος που διαπράττεται εναντίον του ελληνικού λαού;
Δυστυχώς, η σαφέστατα ένοχη αυτή σιωπή των ΜΜΕ συμπληρώνεται και από κάποιες ανεξήγητες, όντως, δηλώσεις και συμπεριφορές, από επίσημα χείλη, όπως, ότι «δεν πρέπει να παραβλέπονται και τα πλεονεκτήματα της ανεξέλεγκτης διάνοιξης των συνόρων μας, που είναι ανάμεσα και σε άλλα η “πολυπολιτισμικότητα”, ή και η “δυνατότητα εξασφάλισης φθηνών εργατικών χεριών στη γεωργία». Και, ακόμη, έντονα προβληματίζει στην παρούσα συγκυρία η προβολή, τελευταίως, από μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια, οικογενειών μεταναστών που….τα κατάφεραν να ενσωματωθούν στη νέα τους πατρίδα, αλλά και το ένθετο του γνωστού οικονομικού περιοδικού Economist, που εκθειάζει τις συνέπειες της μετανάστευσης (χωρίς και να πείθει) και καυτηριάζει τους περιορισμούς της.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, με την Κυβέρνησή μας, αλλά και με την ΕΕ; Μπορεί, άραγε ακόμη και τώρα, να αποκρουστεί ως σενάριο φαντασίας και συνωμοσιολογίας το σκοτεινό σχέδιο του Coudenhof Kalergi του 1922, για μετάλλαξη του ευρωπαϊκού πληθυσμού; (για περισσότερες λεπτομέρειες αυτού του σχεδίου βλ. το τελευταίο μου βιβλίο με τίτλο «Το τέλος της οικονομικής κυριαρχίας της Δύσης και η εισβολή της Ανατολής» σσ 125-128).
Ας στραφούμε, όμως, και προς τους «ευαίσθητους», οι οποίοι επιπολαίως, ασφαλώς, υποστηρίζουν ότι είναι απάνθρωπο και ρατσιστικό να κλείνουμε τα σύνορά μας σε δυστυχισμένους και κατατρεγμένους ανθρώπους, από οπουδήποτε και αν προέρχονται. Πέρα από τους εμφανείς και πολύπλευρους κινδύνους που κρύβει η πρωτοφανής αυτή εισβολή φυλών με εντελώς διαφορετικούς πολιτισμούς και θεμελιώδεις αξίες ζωής, στην μικροσκοπική μας Ελλάδα, ομολογώ επιπλέον ότι έχω καταληφθεί από αντίστροφο θα έλεγα ρατσισμό. Εννοώ, ότι θεωρώ παραλογισμό τον ισχυρισμό ότι σε αντίθεση με τους λοιπούς Ευρωπαίους, εμείς είμαστε οι καλοί και φιλόξενοι ενόσω, καθημερινά μας πληροφορούν τα ΜΜΕ, τι είδους φρικτή φιλοξενία είμαστε σε θέση να προσφέρουμε στους μετανάστες/πρόσφυγες και παράνομους μετανάστες. Χωρίς να το θέλουμε, χωρίς να είναι η επιλογή μας, εξασφαλίζουμε σε όλους αυτούς μια πραγματική κόλαση. Και η κόλαση αυτή πρέπει να σταματήσει οπωσδήποτε, ιδιαίτερα και αν εξυπηρετεί κάποιο καταχθόνιο σχέδιο.
Πως βγαίνει όμως κανείς από αυτόν τον βούρκο του μεταναστατευτικού; Η έξοδος θα ήταν εφικτή μόνον αν παύσουμε να βαυκαλιζόμαστε με ουτοπίες, όπως ανάμεσα και σε άλλες στην δήθεν ύπαρξη «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», που θα μας σώσει.