Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΔΙΕΘΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΞΗ
Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη Οκτώβριος 2014
Plan:
Introduction
Μέρος Ι. Η έλλειψη κανόνων στο νέο οικονομικό περιβάλλον
- Αυτόνομες μεταβολές που καταργούν θεωρητικά σχήματα του παρελθόντος
- Ενσυνείδητες επιλογές των εκάστοτε αρμοδίων, που επιτείνουν την αδυναμία αντιμετώπισης των οικονομικών προβλημάτων
Μέρος ΙΙ. Οι αναπότρεπτες συνέπειες
Α) Χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και υψηλή ανεργία
Β) Κορυφούμενη ανασφάλεια
Γ) Ρήξεις
Συμπέρασμα
Επιλεκτική Βιβλιογραφία
Περίληψη
Η παρούσα εισήγηση επικεντρώνεται στο κρίσιμο, αν και ανεπίτρεπτα υποβαθμισμένο πρόβλημα της αδυναμίας ομαλής λειτουργίας των σύγχρονων οικονομιών, εξαιτίας της απαξίωσης σημαντικών παραδοσιακών εργαλείων της οικονομικής θεωρίας. Η παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με το μεταβιομηχανικό στάδιο, καθώς και με την υιοθέτηση ενός ακραίου ιδεολογικού νεοφιλελευθερισμού, έχει καταστήσει ουσιαστικά αδύνατη την προσέγγιση και επίλυση βασικών οικονομικών προβλημάτων, με τη βοήθεια των δύο κυρίαρχων οικονομικών κοσμοθεωριών. Οι δυσχέρειες επιτείνονται από την επικράτηση της μη ενσωματωμένης τεχνικής προόδου, στη θέση της ενσωματωμένης, που κυριαρχούσε στο βιομηχανικό αναπτυξιακό στάδιο. Η παραγωγή, στη νέα οικονομία, είναι τώρα κυρίως άυλη, και η παραγωγικότητα των δύο βασικών συντελεστών παραγωγής πρωταρχικά ποιοτική. Συνεπώς, η μέτρηση και η απόδοση στον καθένα απ’ αυτούς, του μεριδίου του, είναι ουσιαστικά αδύνατη. Εξάλλου, σημαντικά κεφάλαια της παραδοσιακής οικονομικής θεωρίας, όπως οι οριακοί υπολογισμοί, που προσδιόριζαν τις τιμές, το επίπεδο ισορροπίας της εργατικής αμοιβής, τον τρόπο κατανομής του εισοδήματος, τις βασικές οικονομικές επιλογές κ.ά. έχουν ουσιαστικά αφεθεί, σε συνθήκες χαώδους ζούγκλας, όπου οι ισχυροί καταβροχθίζουν τους αδύναμους. Εκτός από τις κορυφούμενες ανισότητες και τις κοινωνικές αδικίες, η αχρησία αυτή των βασικών θεωρητικών εργαλείων καταλήγει και σε δραματικές οικονομικές ανισορροπίες. Οι σύγχρονες προηγμένες οικονομίες, λειτουργούν σε μόνιμη ισορροπία υποαπασχόλησης και ο αποπροσανατολισμός των βασικών παραγωγικών τους ροπών ενθαρρύνουν την κερδοσκοπία και την αποθησαύριση. Τα προβλήματα αυτά είναι εντονότερα στους κόλπους της ΕΕ, και γι αυτό κρίνεται επείγουσα η ανάγκη υποκατάστασης των παραδοσιακών, με νέα θεωρητικά εργαλεία.
Λέξεις-κλειδιά
Παγκοσμιοποίηση, μεταβιομηχανικό στάδιο, νεοφιλελευθερισμός, θεωρητικά εργαλεία, μη ενσωματωμένη τεχνική πρόοδος, χρηματιστηριακή αγορά, ισορροπία υποαπασχόλησης, ανισότητες, οριακοί υπολογισμοί, αποθησαύριση, κερδοσκοπία, κράτος Πρόνοιας, ρήξεις
Colloque à l’Université Valahia (Targoviste), 17-18.10.2014-Espaces Européens
Εισαγωγή
Το θέμα της εισήγησής μου, στο φετινό συνέδριο του Πανεπιστημίου μας –θέλω να πιστεύω ότι μπορώ να το λέω «μας» και εγώ – κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για ένα τεράστιο πρόβλημα, που αν και παραλύει ουσιαστικά την ομαλή λειτουργία της οικονομίας, έχει ωστόσο τραγικά παραμεληθεί. Πρόκειται, για την προϊούσα αδυναμία προσέγγισης και επίλυσης οποιουδήποτε οικονομικο-κοινωνικού προβλήματος, με τα κλασικά θεωρητικά εργαλεία.
Αναφέρομαι, συγκεκριμένα, στις νέες και δραματικές μεταβολές των προηγμένων οικονομιών, που θέτουν σταδιακά εκτός χρήσης την πεμπτουσία της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας. Είναι, πράγματι, αναμφισβήτητο ότι τα νέα και σε εξέλιξη χαρακτηριστικά του μεταβιομηχανικού αναπτυξιακού σταδίου, που τώρα διανύει η ανθρωπότητα, καθιστούν πεπερασμένο το σύνολο σχεδόν των οικονομικών θεωρημάτων, πεποιθήσεων και υποθέσεων. Ένα σημαντικό τμήμα του κλασικού περιεχομένου της Πολιτικής Οικονομίας, όπως αυτή διδάσκονταν και εξακολουθεί εν πολλοίς να διδάσκεται στα πανεπιστήμια της υφηλίου, δεν είναι πια σε θέση να ερμηνεύσει τη νέα πραγματικότητα, και να προσφέρει λύσεις στα ακανθώδη προβλήματά της. Μας χρειάζονται, λοιπόν, νέα ερμηνευτικά εργαλεία, τα οποία όμως δεν είναι, προς το παρόν, διαθέσιμα. Θεωρώ ανεξήγητη, όσο και θανάσιμα επικίνδυνη αυτήν την αδιαφορία, που μετατρέπει σε χάος και ζούγκλα τη λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών[1].
Η αποδιοργάνωση αυτή της παγκόσμιας οικονομίας δεν εξηγείται μόνο, αλλά ούτε κυρίως από την υιοθέτηση, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ενός συστήματος, παρεμφερούς με αυτό του laissez–faire, laissez–passer,. Γιατί, η απλή έλλειψη κρατικού παρεμβατισμού δεν καταργεί, με τόσο δραστικό τρόπο, τους οικονομικούς νόμους επάνω στους οποίους στηρίζονται οι βασικές λειτουργίες της οικονομίας. Αντιθέτως, ο εξοβελισμός τους πραγματοποιείται, όπως προκύπτει από τις σύγχρονες εξελίξεις, εξαιτίας των παράλληλων επιδράσεων της παγκοσμιοποίησης, του περάσματος του καπιταλισμού σε μεταγενέστερο του βιομηχανικού στάδιο ανάπτυξης, της υιοθέτησης του νεοφιλελευθερισμού, και όλα αυτά εμποτισμένα από την ενσυνείδητη επιβολή ακραίων ιδεολογιών.
Πιστεύω, συνεπώς, ότι οι κάθε μορφής βαρβαρότητες που βιώνουμε σε καθημερινή βάση είναι, κατά κύριο λόγο, το συνδυασμένο αποτέλεσμα αναπότρεπτων εξελίξεων, που όμως γίνονται εντονότερες εξαιτίας παρεμβάσεων προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά και εξαιτίας αποχής παρεμβάσεων.
Κρίνω, εξάλλου, απαραίτητο να τονίσω ότι η εδώ προσέγγιση του ευρύτατου αυτού θέματος, δηλαδή της διαπίστωσης και ανάλυσης των μεταμορφώσεων που υφίστανται, μετά τη δεκαετία του’70, τα παραδοσιακά θεωρητικά εργαλεία ερμηνείας της οικονομικής πραγματικότητας, αποτελεί απλή εισαγωγή. Αποβλέπει, συγκεκριμένα, στη συγκέντρωση ενδιαφέροντος και άλλων ερευνητών στο μέλλον, καθώς υπάρχει αδήριτη ανάγκη εξεύρεσης νέων ερμηνευτικών βοηθημάτων, που θα υποκαταστήσουν όλα όσα οι εγκάρσιες μεταβολές των οικονομικών συστημάτων έθεσαν σε αχρησία. Γιατί, χωρίς αυτά, θα είναι δύσκολο εφεξής να αναφερόμαστε σε επιστήμη της οικονομίας.
Να προσθέσω, τέλος, εισαγωγικά, ότι το θέμα με το οποίο αποφάσισα να ασχοληθώ, στην παρούσα εισήγησή μου, αναμοχλεύει όχι μόνο τα προβλήματα της Ευρώπης, αλλά και ολόκληρης της υφηλίου. Ειδικότερα, τώρα, που η παγκοσμιοποίηση δεν επιτρέπει την πολυτέλεια υιοθέτησης εθνικών πολιτικών.
Στο Μέρος Ι της εισήγησής μου θα αναφερθώ επιλεκτικά σε ορισμένες, μόνο, μεταβολές που κρίνω ότι είναι καταλυτικής σημασίας, και που αποσταθεροποιούν επικίνδυνα ολόκληρο το οικοδόμημα της παραδοσιακής οικονομικής θεωρίας, ενώ στο Μέρος ΙΙ, που θα είναι πιο σύντομο, θα στραφώ προς τις συνέπειές τους, προσπαθώντας να αφουγκραστώ προς τα πού οδεύει η οικονομία: ευρωπαϊκή και παγκόσμια.
Μέρος Ι. Η έλλειψη κανόνων στο νέο οικονομικό περιβάλλον
Στο εδάφιο 1 του Μέρους Ι θα αναφερθώ στο χαώδες νέο οικονομικό περιβάλλον, που επικρατεί καταρχήν στο χώρο της εργασίας και στη συνέχεια σε αυτόν της παραγωγής και της κατανομής του προϊόντος. Παράλληλα, θα θιγούν και ορισμένες από τις μεταμορφώσεις, που επήλθαν στις επιλογές, καθώς και στη συμπεριφορά του επιχειρηματία. Στο εδάφιο 2 θα προσπαθήσω να εξετάσω το πώς ορισμένες ενσυνείδητες κυβερνητικές επιλογές επιτείνουν τις δυσχέρειες αντιμετώπισης των νέων προβλημάτων
1. Αυτόνομες μεταβολές που καταργούν θεωρητικά σχήματα του παρελθόντος
1α) Στο συντελεστή «εργασία»:
*Συνδυασμός ωρών εργασίας και ωρών ανάπαυσης.
Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία διδάσκει ότι ο εργαζόμενος ισορροπεί[2] συνδυάζοντας ώρες εργασίας και ώρες ανάπαυσης, με τρόπο ώστε η δυσαρέσκεια από την τελευταία εργάσιμη ώρα να ισούται με την ωφέλεια που προκύπτει από την αμοιβή αυτής της τελευταίας ώρας. Η ανάλυση αυτή των καμπυλών αδιαφορίας της προσφοράς εργασίας βασίζεται στην υπόθεση μεγιστοποίησης της ωφέλειάς του από τον συνδυασμό ωρών εργασίας και ωρών ανάπαυσης, με απόρριψη των δύο άκρων, που αποκλείουν δυνατότητες συνδυασμού: δηλαδή το ένα άκρο είναι έστω οι 16 ώρες εργασίας – που αποτελεί ανώτατο φυσικό όριο- και το δεύτερο άκρο είναι ο ανώτατος μισθός, που μπορεί ο εργαζόμενος να εξασφαλίσει, αν δεχθεί να εργάζεται για 16 ώρες, έστω 100 Ευρώ ημερησίως. Με τις συνθήκες αυτές θα έχει μηδέν ώρες ανάπαυσης –εκτός του οκτάωρου ύπνου[3].
Η δυνατότητα επιλογών του εργαζόμενου, ανάμεσα σε ώρες εργασίας και ώρες ανάπαυσης αντιμετώπιζε ανέκαθεν ορισμένες δυσκολίες που προέρχονταν, ανάμεσα και σε άλλα, από τις συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες καθόριζαν τις ώρες εργασίας, για το σύνολο των εργαζόμενων. Εκτός, όμως, από το ότι αυτός ο γενικός διακανονισμός υποτίθεται ότι έκφραζε περίπου το σημείο ισορροπίας της εργατικής μάζας, υπήρχε πάντοτε, τουλάχιστον θεωρητικά, η δυνατότητα για όσους ήθελαν να εξασφαλίσουν πρόσθετες ή και λιγότερες ώρες εργασίας, σε σχέση με τον γενικότερο διακανονισμό.
Με το νέο καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώνεται με πιο καταπιεστικό τρόπο, κυρίως στα πλαίσια της ΕΕ- αλλά και σε ηπιότερο βαθμό, στην παγκόσμια οικονομία-, αποκλείεται σχεδόν παντελώς η δυνατότητα επιλογών των εργαζόμενων, σε ώρες εργασίας και ανάπαυσης, και ιδού γιατί:
-Πρώτον, με ανεργία που φθάνει το 10,4% του ενεργού πληθυσμού στην ΕΕ[4], και κυρίως με ανεργία που έχει πια αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, ο εργαζόμενος δεν έχει ευχέρεια επιλογών,- όταν έχει την τύχη να εξασφαλίσει απασχόληση,- αλλά αντιθέτως είναι υποχρεωμένος, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, να ισοπεδώνεται στις απαιτήσεις του εργοδότη: απροσδιόριστο και συνεχώς μεταβαλλόμενο ωράριο εργασίας, εργασία και την Κυριακή και τις γιορτές, και αμοιβή που δεν αποτελεί πια θέμα διαπραγμάτευσης, αλλά επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη[5].
-Δεύτερον, δεν είναι δυνατόν να γίνεται πια λόγος για στήριξη του εργαζόμενου, που στο παρελθόν του παρέχονταν χάρη στην ύπαρξη «εργατικής τάξης» και «εργατικής συνείδησης»[6], και χάρη στη συσπείρωση σε εργατικά συνδικάτα[7]ικανά να υπερασπιστούν και να διεκδικήσουν εργατικά δικαιώματα. Η συνδικαλιστική συρρίκνωση, σε όλες σχεδόν τις χώρες, στο διάστημα των δύο τελευταίων δεκαετιών, μείωσε την πυκνότητα σε μόλις 20%. H μεταβιομηχανική κοινωνία κατέστρεψε τους κοινωνικοοικονομικούς θεσμούς και την αλληλεγγύη για κοινές δημοκρατικές διεκδικήσεις. Τρεις είναι κυρίως οι λόγοι αυτής της μεταβολής. Ο πρώτος αναφέρεται στις ριζικές αλλαγές, που η παγκοσμιοποίηση επέφερε στον τρόπο παραγωγής της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, μετατρέποντας την εργασία της πλήρους απασχόλησης σε άτυπης μορφής εργασία. Ο δεύτερος λόγος αφορά στο ότι η παραγωγή δεν λαμβάνει πια χώρα μέσα σε εργοστάσιο, όπου οι εργαζόμενοι είχαν τη δυνατότητα να οργανώσουν τα αιτήματά τους, σχετικά με πιο ανθρώπινους όρους εργασίας και εξασφάλισης δίκαιης αμοιβής τους. Αντιθέτως, η παραγωγή είναι κατακερματισμένη και συνήθως διασπαρμένη σε περισσότερες της μιας χώρες, καθώς η διανοητική εργασία που έχει, εν πολλοίς, υποκαταστήσει τη μυϊκή του βιομηχανικού σταδίου μπορεί να λάβει χώρα οπουδήποτε[8]. Και, τέλος, ο τρίτος λόγος, που συμπληρώνει τους προηγούμενους υπογραμμίζει την ύπαρξη πολλών ειδών απασχόλησης, στη μεταβιομηχανική κοινωνία, που αποκλείουν τη συσπείρωση και την κοινή δράση των εργαζόμενων, και επιπλέον καθιστούν ανεφάρμοστη την εξάρτηση της αμοιβής τους από την παραγωγικότητά τους, όπως το προβλέπει, αλλά και το απαιτεί η κυρίαρχη θεωρία. Γιατί, με ποια, αλήθεια, θεωρητικά εργαλεία θα μπορούσε να ερμηνευθεί η διαφορά ανάμεσα στον υψηλότερο μισθό των αφεντικών μεγάλης εταιρίας και στο μέσο μισθό εργαζόμενων στην ίδια εταιρία, που ενώ το 1989 ήταν 45 φορές[9], το 1999 έφθασε στις 475 φορές αντίστοιχα[10]; Οπωσδήποτε, όχι με τη βοήθεια της διαφοράς στην παραγωγικότητά τους.
-Τρίτον, όταν ο μισθός βρίσκεται, για μακροχρόνιο διάστημα στο κατώτατο δυνατό επίπεδο, όπως είναι η περίπτωση σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα, ιδίως στον χρεωμένο ευρωπαϊκό Νότο, ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να εργάζεται τον ανώτατο δυνατό αριθμό ωρών ημερησίως και εβδομαδιαίως-εφόσον, φυσικά, εξασφαλίζει απασχόληση-και συνεπώς δεν έχει την πολυτέλεια συνδυασμού ωρών εργασίας και ωρών ανάπαυσης[11]
– Και τέλος, το προϊόν της μεταβιομηχανικής κοινωνίας δεν είναι πια υλικό ή αποκλειστικά υλικό, όπως αυτό του βιομηχανικού σταδίου. Αποτελείται από νέες ιδέες και άυλα στοιχεία που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, τον υπολογισμό της παραγωγικότητας των εργαζόμενων. Καθώς, ο παλιός τρόπος υπολογισμού της παραγωγικότητας των εργαζόμενων δεν έχει υποκατασταθεί από κάποιον νεώτερο και σε διαφορετική βάση, ο εκάστοτε προσδιορισμός της εργατικής αμοιβής ακολουθεί μεθοδεύσεις απροσδιόριστες και συγκυριακές, που ευνοούν την κάθε μορφής εκμετάλλευση. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν περιορίζεται στο χώρο των κοινωνικών αδικιών, εφόσον κατά την κυρίαρχη οικονομική θεωρία των νεοκλασικών, του Marx αλλά και του Keynes η μη απόδοση της παραγωγικότητας, στον καθένα από τους συντελεστές παραγωγής, που χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία, ειδικά και όταν πρόκειται για παγιωμένη τακτική, είναι πρόξενος σοβαρών ανισορροπιών και κρίσεων.
*Υπολογισμός της παραγωγικότητας της εργασίας
Η γνώση του ύψους της παραγωγικότητας της εργασίας, σε κάθε παραγωγική διαδικασία αποτελεί sine qua non προϋπόθεση της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, για μια σειρά από ενέργειες, που εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της πραγματοποίησης ισορροπίας της επιχείρησης, των επί μέρους συντελεστών της παραγωγής, αλλά και αθροιστικά του συνόλου της οικονομίας. Όμως, στις νέες συνθήκες που επικρατούν στη μεταβιομηχανική- παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ο υπολογισμός της παραγωγικότητας της εργασίας[12] -όπως άλλωστε και του κεφαλαίου-θα έλεγα ότι είναι, ουσιαστικά, αδύνατος. Και τούτο, επειδή:
· Πρόκειται, εν πολλοίς, για υπηρεσίες και όχι για υλικά αγαθά, στα οποία ο τύπος εξεύρεσης της παραγωγικότητας, που απαιτεί οριακούς υπολογισμούς, είναι ανεφάρμοστος επειδή, κυρίως, η τιμή των νέων προϊόντων, στη νέα οικονομία δεν συνδέεται με το κόστος παραγωγής τους. Και πιο συγκεκριμένα οι εταιρίες επιδιώκουν μεγιστοποίηση των κερδών τους, χάρη στην αύξηση της τιμής των μετοχών τους, που δεν έχουν συνήθως σχέση με το κόστος παραγωγής[13].
· Και επιπλέον το μεγαλύτερο τμήμα του κόστους των νέων προϊόντων είναι, και αυτό άυλο, καθώς οι σταθερές δαπάνες είναι πολύ περιορισμένες[14]. Εξάλλου, ο κατακερματισμός της παραγωγής σε διάφορα στάδια και γεωγραφικές τοποθεσίες επιδιώκει την εξασφάλιση φορολογικών παράδεισων, με αποφυγή καταβολής φόρων.
Η ουσιαστική αδυναμία υπολογισμού της παραγωγικότητας της εργασίας, στους νέους οικονομικούς καιρούς, προκύπτει και από το γεγονός ότι η σημασία της υποβαθμίζεται από τους αρμοδίους, ανά την υφήλιο, ως βάση καθορισμού του μισθού των εργαζόμενων. Αλλά, αν αυτή η παραδοσιακή βάση έχει, ουσιαστικά, περιπέσει σε αχρησία, ποια άλλη την έχει αντικαταστήσει; Και αν δεν υπάρχει αντικαταστάτρια, πως προσδιορίζεται τελικά ο μισθός στις σύγχρονες οικονομίες; Είναι φανερό το πόσο πολλές και επικίνδυνες ανισορροπίες μπορεί να προκαλέσει αυτός ο «τυχάρπαστος», τελικά, τρόπος καθορισμού του ύψους της εργατικής αμοιβής.
*Ο κλασικός επιχειρηματίας εξαφανίστηκε;
Στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και του μεταβιομηχανικού σταδίου ανάπτυξης, η μορφή, οι αρμοδιότητες, οι στόχοι και η όλη συμπεριφορά του κλασικού επιχειρηματία έχει υποκατασταθεί από ένα πολυπρόσωπο ον, το οποίο σε τίποτε δεν αναπαράγει τη σχετική περιγραφή του J. Schumpeter για τον επιχειρηματία. Οι βασικές διαφορές μεταξύ του κλασικού επιχειρηματία και του σχήματος που τον αντικατέστησε μπορούν να συνοψιστούν ως εξής[15]:
– Δεν υπάρχουν πια επιχειρηματίες, όπως τους περιγράφουν τα κλασικά οικονομικά συγγράμματα, που να εμφανίζονται ως επικεφαλής της επιχείρησης, αλλά και όταν υπάρχουν αυτοί δεν είναι ιδιοκτήτες της. Οι πραγματικοί ιδιοκτήτες της σύγχρονης επιχείρησης είναι ταλαντούχα άτομα, που έχουν την επιχείρηση στο μυαλό τους. Και από την άλλη πλευρά, η αμοιβή των παραδοσιακών συντελεστών της παραγωγής συμπιέζεται, καθώς το ειδικό τους βάρος στην τελική αξία του προϊόντος- που είναι συνήθως άυλο- μειώνεται. Στη σύγχρονη μορφή επιχείρησης το κεντρικό πρόσωπο είναι ο manager, του οποίου η αμοιβή είναι συχνά αστρονομική, και ο οποίος πρέπει να διαθέτει εξαιρετικές και πολύπλευρες ικανότητες.
-Οι νέοι επικεφαλής των σύγχρονων επιχειρήσεων είναι νεωτεριστές και δημιουργοί ιδεών, ικανών να εξασφαλίσουν μονοπώλια και υψηλά μονοπωλιακά κέρδη, τα οποία καθιστούν ξεπερασμένες προηγούμενες πρακτικές. Εξάλλου, συχνά, η εμφάνιση νέων προϊόντων-υπηρεσιών της πληροφορικής δεν είναι αρκετή για τη δημιουργία κερδών, αν η αγορά έχει κερδηθεί από νέες ιδέες-προϊόντα αντιπάλων.
-Υπάρχουν ισχυρά εμπόδια στην είσοδο για την επικράτηση νέων ιδεών. Αυτή προϋποθέτει απαιτητική εκπαίδευση, την οποίαν είναι σε θέση να εξασφαλίσει μικρός αριθμός ταλαντούχων παιδιών, με εξαιρετική έφεση, από νεαρή ηλικία, επίλυσης προβλημάτων των νέων τεχνολογιών, και με την προϋπόθεση ότι στη συνέχεια μπορούν να χρηματοδοτήσουν το υψηλό κόστος αυτής της ιδιαίτερης εκπαίδευσης. Πρόκειται, ουσιαστικά, για κλειστό κύκλωμα, τα μέλη του οποίου συναντιούνται και ανταλλάσσουν γνώσεις και απόψεις, έτσι που οι νέες ιδέες καταλήγουν να έχουν σωρευτικά αποτελέσματα[16].
-Το περιβάλλον της νέας τεχνολογίας αχρηστεύει, εξάλλου, και το τεράστιο κεφάλαιο της επικρατούσας οικονομικής θεωρίας, που αναφέρεται στο σχηματισμό των τιμών. Έχουμε διδαχθεί ότι πωλητές και αγοραστές συναντιούνται στην αγορά και σχηματίζουν την τιμή των προϊόντων. Αλλά, ο τρόπος αυτός ορισμού της τιμής ανήκει, εν πολλοίς, στο παρελθόν δεδομένου ότι στο νέο οικονομικό περιβάλλον, με την προϋπόθεση ότι το περί ου ο λόγος προϊόν/υπηρεσία, αν δεν έχει στενό υποκατάστατο, είναι πολύ ενδεχόμενο η τιμή πώλησής του να μην έχει σχέση με το κόστος παραγωγής ή, ακόμη, και με το βαθμό σπανιότητάς του. Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηριχθεί ότι η τιμή είναι συνάρτηση της κοινωνικής χρησιμότητας του αγαθού/υπηρεσίας, και αυτή υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των χρηστών. Ωστόσο, και το περιεχόμενο της «κοινωνικής χρησιμότητας, κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο είναι στην νέα οικονομία, δεδομένου ότι ο αριθμός των χρηστών προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την τιμή της μετοχής της εταιρίας, ενώ η πραγματική αξία των εταιριών είναι καταρχήν απροσδιόριστη, και ο υπολογισμός της δύσκολος αν όχι και αδύνατος. Πράγματι, η τιμή των μετοχών εταιριών, που για κάποιο χρονικό διάστημα εξασφάλισε υψηλά κέρδη, ενδέχεται να αποδειχθούν εκ των υστέρων αποτυχημένες επενδύσεις, το ίδιο όπως και πολυάριθμες συγχωνεύσεις, για τις οποίες εκ των υστέρων διαπιστώνεται ότι απέκρυψαν ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά τους. Να τονιστεί ακόμη σχετικά ότι η σαφής τάση συρρίκνωσης του ειδικού βάρους της μεσαίας τάξης, στις σύγχρονες οικονομίες[17], επιτείνει την αστάθεια των προτιμήσεων των καταναλωτών, που απεικονίζεται και στις τιμές των αγαθών/υπηρεσιών, στη νέα οικονομία.
1β) Στον τρόπο κατανομής του προϊόντος
Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία κάνει δεκτή, την υπόθεση της μακροχρόνιας σταθερότητας των μεριδίων εργασίας και κεφαλαίου, κυρίως, βέβαια στο βιομηχανικό τομέα, όπου το 1 /3 του προϊόντος αμείβει το κεφάλαιο και τα 2/3 την εργασία. Και τα μερίδια αυτά προκύπτουν από την οριακή παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας, επί τον αριθμό των μονάδων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία. Η σταθερότητα αυτή επαληθεύτηκε για ολόκληρο το χρονικό διάστημα, από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι και πριν από δύο περίπου δεκαετίες από σήμερα, σε πείσμα των απαιτητικών και εκ πρώτης όψης δύσκολων να εφαρμοστούν προϋποθέσεων[18], αλλά και σε πείσμα των δεικτικών σχολίων, που η φιλοσοφία αυτής της συνάρτησης είχε συγκεντρώσει στο παρελθόν[19]. Η σταθερότητα των μεριδίων των δύο βασικών συντελεστών παραγωγής, εργασίας και κεφαλαίου, σε όλη τη μακρότατη αυτή χρονική περίοδο, πραγματοποιήθηκε χάρη σε συμψηφισμούς και σε υποκατάσταση, ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Η αρχή που γίνεται, γενικά, δεκτή είναι ότι η οριακή παραγωγικότητα του συντελεστή, του οποίου ο ρυθμός αύξησης της προσφοράς του είναι ταχύτερος από τον αντίστοιχο του δεύτερου, εξασφαλίζει μικρότερη αμοιβή –που ισούται πάντοτε με την οριακή του παραγωγικότητα-και κάθε επιπλέον μονάδα του αυξάνει το προϊόν λιγότερο από μια επιπλέον μονάδα του δεύτερου συντελεστή.
Όλα, ωστόσο, τα παραπάνω δεν επαληθεύονται πια τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αλλά αντιθέτως διαπιστώνεται μια σημαντική πτώση του μεριδίου της εργασίας, προς όφελος του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, και με βάση εκτιμήσεις του ΔΝΤ[20], το μερίδιο των μισθών στις οικονομίες του G7 μειώθηκε κατά 5.8 ποσοστιαίες μονάδες, κατά την περίοδο 1983-2006, και πιο συγκεκριμένα κατά 8.8 μονάδες στις χώρες-μέλη της ΕΕ[21]. Εξάλλου, στις 51 από τις 73 χώρες της υφηλίου, για τις οποίες εξασφαλίστηκαν σχετικά στατιστικά δεδομένα, το μερίδιο των μισθών υποχώρησε σταθερά τα 20 τελευταία χρόνια. Και να προσθέσω, ακόμη, πρόσφατα ευρήματα στις εξελίξεις της λειτουργικής κατανομής[22], που επικυρώνουν τα παραπάνω. Σύμφωνα με αυτά το μερίδιο της εργασίας ήταν, κατά μέσο όρο, 64,3% για ολόκληρη την περίοδο 1947-2000, και την προτελευταία της παρούσας δεκαετία δεν είναι πια παρά 57,8%. Η σημαντική και μόνιμου πια χαρακτήρα ανεργία, ειδικά στην Ευρώπη-με ελάχιστες εξαιρέσεις-, θα δικαιολογούσε ενδεχομένως αυτή την εξέλιξη, με την υπόθεση σχετικής αφθονίας της εργασίας, έναντι του κεφαλαίου, που συνεπάγεται την πτώση του μεριδίου της στο ΑΕΠ. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή είναι δύσκολο να υποστηριχθεί, δεδομένου ότι και το κεφάλαιο βρίσκεται σε αφθονία, όπως μαρτυρεί το πολύ χαμηλό επιτόκιο των τελευταίων δεκαετιών, καθώς και η γενικευμένη αποβιομηχάνιση, που επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την πτώση του ποσοστού της επένδυσης στο ΑΕΠ της ΕΕ[23]. Ένα κεφάλαιο, ωστόσο, που στρέφεται προς την αποθησαύριση και την κερδοσκοπία. Τα παραπάνω συνδυασμένα αυτά αποτελέσματα συμβαδίζουν με την υπόθεση της μη απόδοσης της παραγωγικότητας των εργαζόμενων στους μισθούς, της παρακράτησής της δηλαδή υπέρ του κεφαλαίου. Όπως προκύπτει από σχετικές εκτιμήσεις, μεταξύ των ετών 1999-2007, σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγικότητα των εργαζομένων αυξήθηκε κατά 30%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί μόνο κατά 18%[24].
Ο βασικός λόγος για τον οποίον δεν λειτουργεί πια η μέθοδος κατανομής, που βασίζεται στην Cobb–Douglas συνάρτηση, παρότι υπήρξε αποτελεσματικός για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα πρέπει πρωταρχικά να αποδοθεί στο είδος της τεχνικής προόδου, που φαίνεται να επικρατεί στο μεταβιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης. Σε αντίθεση με την ενσωματωμένη τεχνική πρόοδο, που δέσποζε στο προηγούμενο στάδιο της βιομηχανίας, και αύξανε την παραγωγικότητα και των δύο βασικών συντελεστών της παραγωγής, αν και περισσότερο του κεφαλαίου[25], τώρα πρόκειται για την μη ενσωματωμένη τεχνική πρόοδο, η εφαρμογή της οποίας ουδόλως απαιτεί τη διενέργεια προηγούμενης επένδυσης παγίου κεφαλαίου[26], επειδή εμφανίζεται με τη μορφή βελτιωμένων ανθρώπινων γνώσεων. Η μη ενσωματωμένη εξασφαλίζει βελτίωση της παραγωγικότητας και των δύο βασικών συντελεστών της παραγωγής, αλλά βέβαια όχι αναγκαστικά στο ίδιο ποσοστό. Που σημαίνει ότι η μη ενσωματωμένη τεχνική πρόοδος συνεπάγεται ταυτόχρονη πτώση των λόγων Κεφάλαιο/Προϊόν, καθώς και Εργασία/Προϊόν[27]. Η πολύ σημαντική διαφορά, ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές τεχνικής προόδου, που βρίσκεται άλλωστε και στη ρίζα των δυσχερειών του νέου αναπτυξιακού σταδίου, είναι το γεγονός ότι η μη ενσωματωμένη τεχνική πρόοδος δημιουργεί ποιοτική και όχι πια ποσοτική αύξηση της παραγωγικότητας, που είναι πολύ δύσκολα μετρήσιμη. Η έλλειψη θεωρητικών εργαλείων, που να αντικαθιστούν τα πεπερασμένα της συνάρτησης Cobb–Douglas, αφήνουν ελεύθερο το πεδίο για την εκμετάλλευση του συντελεστή «εργασία». Αλλά, και η ανισορροπία αυτής της μορφής, ειδικά και επειδή είναι διαρκής και όχι παροδική, είναι πρόξενος σοβαρών μακροοικονομικών προβλημάτων στις σύγχρονες οικονομίες. Αυτά τα προβλήματα, στο χώρο του τρόπου κατανομής του εισοδήματος συνοψίζονται στη διαπίστωση, ότι ο ρυθμός αύξησης του κεφαλαίου είναι ταχύτερος του αντίστοιχου του ΑΕΠ. Να υπογραμμιστεί, εδώ, ότι οι συνέπειες της κορυφούμενης εισοδηματικής ανισοκατανομής αποδεικνύουν, περίτρανα, ότι οι οικονομολόγοι που παραβλέπουν τους κινδύνους της, με το επιχείρημα ότι «αυτό που έχει σημασία είναι η αύξηση του ΑΕΠ και όχι η κατανομή του», δεν έχουν δίκαιο.
1γ) Στο χώρο της οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης
Στις σύγχρονες οικονομίες γίνεται, ολοένα πιο αισθητή η υποβάθμιση της σημασίας της αναπτυξιακής διαδικασίας. Πρόκειται για αυτόνομη εξέλιξη της νέας διεθνούς οικονομικής τάξης, αλλά πρόκειται και για ενσυνείδητη επιλογή των αρμοδίων, προκειμένου να προστατεύσουν τις ελεύθερες μετακινήσεις του κεφαλαίου, που αναζητεί το μέγιστο κέρδος, από το ένα άκρο της Γης στο άλλο. Στο εδάφιο αυτό θα αναφερθώ στην αυτόνομη υποβάθμιση της ανάπτυξης. Είναι σαν χάρτινος πύργος που όταν αρχίσει να τραντάζεται καταρρέει στο σύνολό του. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει μετά το τέλος των 30 ένδοξων ετών, δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μέχρι σήμερα. Η ανάπτυξη και η οικονομική μεγέθυνση δεν αποτελούν πια προτεραιότητα στις προηγμένες οικονομίες, διότι υπάρχουν εγγενείς δυσχέρειες για την επίτευξή τους. Πρόκειται, κυρίως, για την οικονομική ωριμότητα, η οποία μετά από ένα ορισμένο κρίσιμο όριο ανάπτυξης, λειτουργεί συρικνωτικά, αποτρέποντας τη συνέχιση των ταχύρυθμων αναπτυξιακών ρυθμών του παρελθόντος. Εκτός των δυσμενών συνεπειών της οικονομικής ωριμότητας στην αναπτυξιακή διαδικασία η παραμέλησή της, στις σύγχρονες οικονομίες φαίνεται να είναι αναπότρεπτη, εφόσον αυτή ανήκει στην πραγματική οικονομία, της οποίας η σημασία υποχώρησε κατακόρυφα σε σύγκριση με την χρηματιστηριακή. Αρκεί να αναφερθεί ότι μεταξύ των ετών 1992-2007 καταγράφεται αύξηση του μεγέθους της χρηματιστηριακής αγοράς, κατά 150 φορές[28]. Συνεπώς, το νέο καθεστώς εξυπηρετεί την εικονική οικονομία, της οποίας το μέγεθος και το ύψος των κερδών, ουδόλως ή ελάχιστα, εξαρτάται[29]από την πορεία των πραγματικών οικονομικών μεγεθών. Επιπλέον, όμως, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί και το γεγονός ότι η παραδοσιακή επιδίωξη της επιτάχυνσης των αναπτυξιακών ρυθμών δυσχεραίνεται πολύ σοβαρά και εξαιτίας της ανεπαρκούς ζήτησης, που εξασθενεί το σύνολο των παραγωγικών ροπών: της κατανάλωσης, της αποταμίευσης, της επένδυσης και του νεωτερισμού. Στη νέα οικονομική πραγματικότητα, στην οποία επικρατούν οι κορυφούμενες ανισότητες, οι πλούσιοι δεν επενδύουν στην πραγματική οικονομία, αλλά αποθησαυρίζουν τα κέρδη τους και/ή προτιμούν την τοποθέτησή τους στη χρηματιστηριακή αγορά[30], επιδιώκοντας εύκολα και γρήγορα κέρδη.
Η υποβάθμιση της σημασίας της ανάπτυξης είναι, ιδιαίτερα εμφανής στα πλαίσια της Ευρωζώνης, εξαιτίας των ιδιομορφιών του ευρώ, του οποίου η επιβίωση χρειάζεται περιβάλλον ύφεσης, το οποίο εξασφαλίζεται χάρη στην εφαρμογή συνεχούς λιτότητας. Στην Ευρωζώνη, εξάλλου, η επιδίωξη της ανάπτυξης δυσχεραίνεται και από το γεγονός ότι το ευρώ είναι, ουσιαστικά, νόμισμα ουδέτερο, δηλαδή δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία πληθωρισμού ή και αντιπληθωρισμού[31].
2. Ενσυνείδητες επιλογές των εκάστοτε αρμοδίων, που επιτείνουν την αδυναμία αντιμετώπισης των οικονομικών προβλημάτων
2α) Ανεργία και ανισότητες αποτελούν ανομολόγητες επιλογές
Ίσως γίνεται δύσκολα πιστευτό, και ίσως ακόμη να κατηγορηθώ ότι προσπαθώ να ερμηνεύσω ορισμένες εξελίξεις στον κοινωνικοοικονομικό χώρο των σύγχρονων καπιταλιστικών χωρών, με τάσεις και επιλογές, που δεν συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αιτίου και αιτιατού. Η σχέση αυτή, σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι, ενδεχομένως, άμεση ούτε ίσως απολύτως εμφανής, αλλά ωστόσο πιστεύω ότι κάθε είδους υποψίες είναι τώρα πια δικαιολογημένες, κατά την προσέγγιση αυτών των ακανθωδών οικονομικών θεμάτων, εξαιτίας της, ας το πω έτσι, «επισημοποίησης» των παρακολουθήσεων και συνωμοσιών από και προς τους πάντες[32], που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών για την ύπαρξη σκοτεινών καταστάσεων, επιμελώς κεκαλυμμένων πίσω από τις επίσημες.
Να αρχίσω, λοιπόν, με την «ανταγωνιστικότητα», για την οποία η φρενήρης επιδίωξη καθώς και οι σχετικές μεθοδεύσεις για την επίτευξή της είναι, κατά τη γνώμη μου, σε θέση να ερμηνεύσουν πολλά από τα δεινά των σύγχρονων, και κυρίως, των ευρωπαϊκών οικονομιών. Δεν θα επεκταθώ στην ανάλυση του περιεχομένου της «ανταγωνιστικότητας». Θα αρκεστώ να παρατηρήσω, σχετικά, ότι με την εισαγωγή ενός νέου Συμφώνου στους κόλπους της ΕΕ, αυτό της Ανταγωνιστικότητας, η Γερμανία καλεί τα κράτη-μέλη να την εκλάβουν, ουσιαστικά, ως υπόδειγμα και να προσπαθήσουν να γίνουν εξίσου ανταγωνιστικά με την ίδια. Εκτός του ότι μια τέτοια προσπάθεια απομίμησης της Γερμανίας, στον τομέα αυτό, δεν είναι δυνατόν να καταλήξει σε θετικά αποτελέσματα[33], αν όλες οι χώρες [34]ακολουθήσουν τις ίδιες γερμανικές προδιαγραφές, θα καταλήξει επιπλέον σε οικονομικό μαρασμό, στο εσωτερικό της κάθε χώρας[35]. Η ανταγωνιστικότητα, σε αντίθεση με τον υγιή ανταγωνισμό, έχει έντονα επιθετικό και εχθρικό χαρακτήρα, επειδή χωρίς αναγκαστικά να επιτυγχάνει μεγιστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος, αποβλέπει πρωτίστως στην εξαφάνιση των αντιπάλων. Πρόκειται για στρατηγική που εξέρχεται του κλασικού και νεοκλασικού περίγυρου, όπου όλοι οι συναλλασσόμενοι στο διεθνές εμπόριο υποτίθεται ότι ωφελούνται, αφού η άνοδος της ανταγωνιστικότητας της Α οικονομίας, συνεπάγεται πτώση της ανταγωνιστικότητας της Β. Πράγματι, από τον τρόπο που η ανταγωνιστικότητα εφαρμόζεται, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σαφείς προδιαγραφές της, συνάγεται ότι ο κυρίαρχος στόχος της είναι η μεγιστοποίηση του μεριδίου του εξωτερικού εμπορίου της κάθε οικονομίας, που αναγκαστικά περιορίζει τα μερίδια των αντιπάλων της. Ιδιαίτερη, βέβαια, σημασία έχουν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση της ανταγωνιστικότητας, γιατί ακριβώς αυτά δημιουργούν το σύγχρονο οικονομικό χάος. Σπεύδω να επισημάνω ότι το κυριότερο μέσο με το οποίο επιχειρείται η αύξηση της ανταγωνιστικότητας είναι η συμπίεση του εργατικού κόστους. Αυτή επιδιώκεται, πρώτον με την ελαχιστοποίηση της εργατικής αμοιβής, μέτρο που υποχρεώνει τις σύγχρονες οικονομίες να ανταγωνίζονται αναμεταξύ τους για το ποια θα περιορίσει περισσότερο το επίπεδο των μισθών, αφαιρώντας μερίδιο εξαγωγών από τις ανταγωνίστριές της. Η συμπίεση των μισθών, στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, διευκολύνεται αποφασιστικά από την ανοχή ή και την ενθάρρυνση της παράνομης μετανάστευσης, καθώς και από τις ευκολίες, που εξασφαλίζει η μετεγκατάσταση επιχειρήσεων, από τις πιο προηγμένες στις αναδυόμενες οικονομίες, αλλά ακόμη και η απειλή απλής πρόθεσης μετεγκατάστασης. Εξάλλου, η επιδίωξη μείωσης του επιπέδου μισθού δεν αρκείται στον άμεσο, αλλά επιτίθεται και στον έμμεσο ή κοινωνικό μισθό, απενεργοποιώντας σταδιακά σημαντικές λειτουργίες του κράτους Πρόνοιας. Αλλά, και δεύτερον, να υπογραμμίσω ότι η συμπίεση του εργατικού κόστους επιδιώκεται με μαζικές απολύσεις, που συρρικνώνουν τον όγκο της απασχόλησης. Συνεπώς, η επιδίωξη ενίσχυσης της «ανταγωνιστικότητας» των σύγχρονων οικονομιών εμπεριέχει και την ανοχή, εκ μέρους τους, της ανερχόμενης ανεργίας, επίσημης ή κεκαλυμμένης, εφόσον έμμεσα πλην σαφώς αναγνωρίζεται ότι, ακριβώς, η ανεργία προωθεί τους στόχους τους, και έτσι ερμηνεύεται η μη λήψη μέτρων για την απορρόφησή της. Η «ανταγωνιστικότητα» αναδεικνύεται, έτσι, ως ο υπ’ αριθμόν 1 εχθρός των εργαζόμενων, γιατί είναι σαφές ότι αποστασιοποιείται από την προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας, που κατανέμεται ανάμεσα στους δύο βασικούς συντελεστές της παραγωγής, την εργασία και το κεφάλαιο. Αντιθέτως, η ανταγωνιστικότητα ανέρχεται χάρη στον περιορισμό του εργατικού μισθού και ωφελεί αποκλειστικά το κεφάλαιο. Με τις συνθήκες αυτές η κορύφωση των ανισοτήτων κατανομής του εισοδήματος, που εξετάζεται διεξοδικά στο εξαιρετικό σύγγραμμα του Thomas Piketty[36], είναι η συνέπεια αυτών των τεραστίων ανισορροπιών, που αν δεν αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικό τρόπο, κινδυνεύουν να ενταθούν στο προσεχές μέλλον και να αποσταθεροποιήσουν πλήρως την παγκόσμια οικονομία. Για τον περιορισμό των ανισοτήτων, όπως είναι γνωστό, η προοδευτική φορολογία είναι το μέσο, που σε πείσμα των ατελειών του, αποδεικνύεται το αποτελεσματικότερο όλων. Και, όμως, η προοδευτικότητα της φορολογίας, από κοινού με τη φορολόγηση του κεφαλαίου, υποχωρεί στις σύγχρονες προηγμένες οικονομίες. Οι ανισότητες, όμως, ενισχύονται και από την αύξηση του ειδικού βάρους της σκιώδους οικονομίας, η οποία γίνεται σιωπηρά ανεκτή από τους νεοφιλελεύθερους, ως μία από τις σημαντικές εκφράσεις της ατομικής ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτής της μορφής ατομικής ελευθερίας, ουσιαστικά, δεν καταβάλλονται φόροι, και έτσι δημιουργείται δυισμός ανάμεσα στην επίσημη και στην ανεπίσημη οικονομία. Να προσθέσω, ακόμη, για τη συμπλήρωση αυτού του εδαφίου, ότι το περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, σε συνδυασμό με τον άκρατο φιλελευθερισμό, ενθαρρύνει σιωπηρά τη φοροδιαφυγή, σε πείσμα της υπογραφής, από το G20, τον Αύγουστο του 2009, της υποχρέωσης λήψης ισχυρών μέτρων για την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων. Γι αυτό και οι καταθέσεις στους παραδείσους παρέμειναν, ουσιαστικά, ανέπαφες για την περίοδο 2007-2011[37].
2β) Οι σύγχρονες οικονομίες αδιαφορούν για την ανάπτυξη
Η κυρία επιδίωξη των σύγχρονων οικονομιών, με έμφαση στην ΕΕ, είναι αποκλειστικά και μόνο η καταπολέμηση του πληθωρισμού, ή και απλώς η καταπολέμηση της σκιώδους απειλής του, με την προσφυγή σε συνεχή αντιπληθωριστική πολιτική, που υλοποιείται με την εφαρμογή αδιάκοπης λιτότητας. Έχει, στο μεταξύ, εντελώς λησμονηθεί, ωσάν ουδέποτε να έχει υπάρξει η κεϋνσιανή επανάσταση, που αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφερε στο προσκήνιο την κρατική παρέμβαση, ως παράγοντα δημιουργίας πλήρους απασχόλησης και ταχύρρυθμης οικονομικής μεγέθυνσης. Έχει, έτσι, περιπέσει σε πλήρη αχρησία το 50% των διαθέσιμων πάλαι ποτέ μέτρων πολιτικής, εφόσον μόνο η νομισματική πολιτική χρησιμοποιείται, αλλά και αυτή μόνο στο σκέλος της δημιουργίας αντιπληθωρισμού. Αντιθέτως, η δημοσιονομική πολιτική, και ειδικότερα αυτή του ελλειμματικού προϋπολογισμού, που όταν δεν οφείλεται σε επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, είναι σε θέση να επιτύχει πλήρη απασχόληση και αναζωογόνηση της οικονομίας, έχει πλήρως αποκλειστεί. Σε πλήρη αχρησία έχουν, επίσης, περιέλθει οι δύο αρχές του πολλαπλασιαστή και της επιτάχυνσης, που με τη θετική τους λειτουργία, και κάτω πάντοτε από προϋποθέσεις, μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην έξοδο οικονομίας, από την κρίση[38]. Είναι ξεκάθαρο ότι οι επιλογές των σύγχρονων προηγμένων οικονομιών δεν είναι ούτε η πραγματοποίηση της πλήρους απασχόλησης, αλλά ούτε και η οικονομική ανάκαμψη και η επιστροφή σε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης. Αντιθέτως, οι επιλογές τους είναι η, κατά το δυνατόν, δημιουργία κλίματος ασφάλειας, για την τοποθέτηση των κεφαλαίων στα χρηματιστήρια, όπου «ο καπιταλισμός δεν έχει πια οικονομική λειτουργία, δεν χρησιμοποιεί μηχανές, δεν εκμεταλλεύεται νέες πρώτες ύλες, δεν επεκτείνει τις αγορές, αλλά υπηρετεί ένα κεφάλαιο που δεν παράγει πια κεφάλαιο»[39].
2γ)Και εναντίον του κράτους Πρόνοιας
Η σταδιακή κατεδάφιση του κράτους Πρόνοιας, αρχικά στην Ελλάδα, και στη συνέχεια στο σύνολο της ΕΕ, οφείλεται κύρια και πρωταρχικά στους φανατικούς νεοφιλελεύθερους, που το θεωρούν όχι μόνο άχρηστο και αναποτελεσματικό, αλλά και υπαίτιο δυσθεώρητης σπατάλης. Σχετικά με την άποψη περί υπερβολικής σπατάλης, που είναι η επικρατούσα μεταξύ των νεοφιλελεύθερων, αυτή ωστόσο διαψεύδεται από τα αποτελέσματα εντελώς πρόσφατης έρευνας, από την οποία προκύπτει ότι πρόκειται για «λανθασμένη άποψη, καθώς το κόστος του κράτους Πρόνοιας υπολείπεται του αντίστοιχου των ιδιωτικών ασφαλίσεων εξαιτίας της λειτουργίας σε αυτό οικονομιών κλίμακας»[40]. Η ενσυνείδητη απίσχνανση του κράτους Πρόνοιας, από τους αρμόδιους των σύγχρονων κυβερνήσεων, εντείνει τις ανισότητες σε όλους τους τομείς, και δημιουργεί ένα γενικότερο κλίμα ανασφάλειας, που αποθαρρύνει την οικονομική δραστηριότητα.
Μέρος ΙΙ. Οι αναπότρεπτες συνέπειες
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί το νέο διεθνές οικονομικό κατασκεύασμα του συνδυασμού παγκοσμιοποίησης, άκρατου νεοφιλελευθερισμού και μεταβιομηχανικού σταδίου ανάπτυξης, είναι άναρχο και εφοδιάζει, όλους τους τομείς με αταξία και όχι με τάξη. Πρόκειται για συνονθύλευμα, που αναβιώνει συνθήκες που ενθαρρύνουν την επικράτηση των νόμων της ζούγκλας, που νομιμοποιεί καταστάσεις πολυεπίπεδης εκμετάλλευσης, που υποβαθμίζει τη σημασίας των εθνικών συνόρων, που εξαφανίζει τη στοιχειώδη ανθρώπινη αλληλεγγύη και που υποθάλπει το έγκλημα, σε όλες του τις μορφές[41]. Πρόκειται για χαώδη κατάσταση, η οποία επικρατεί στην παγκόσμια, όπως και στις επί μέρους εθνικές οικονομίες, και της οποίας οι εμφανέστερες συνέπειες είναι δυνατόν να συνοψιστούν ως εξής:
Α) Χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και υψηλή ανεργία
Ειδικά στην Ευρώπη, οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης μετά τα 30 ένδοξα χρόνια, αλλά και η προοπτική συνέχισής τους και στο μέλλον[42], πιθανότατα οφείλονται σε πολυσύνθετα αίτια, μεταξύ των οποίων και η οικονομική ωριμότητα[43]. Ωστόσο, θεωρώ αναμφισβήτητη την πολύ αρνητική επίδραση που είχε και εξακολουθεί να έχει η παγιωμένη μακροοικονομική πολιτική της στραγγαλιστικής λιτότητας, που επιβάλλεται σε αυτήν χάριν μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας, που εξασφαλίζεται μόνο υπέρ της Γερμανίας, με σαφείς ήδη τάσεις υποχώρησής της ακόμη και εκεί. Ο σκληρός πυρήνας αυτής της πολιτικής είναι, αναμφίβολα, η παραδοχή του μισθού αποκλειστικά ως δαπάνης παραγωγής- που οφείλει με κάθε θυσία να μειωθεί-και όχι ταυτόχρονα και ως παράγοντας ενεργού ζήτησης. Έτσι, η Ευρώπη λειτουργεί, σε μόνιμη πια βάση, κάτω από συνθήκες ισορροπίας υποαπασχόλησης. Που σημαίνει ανεργία και μέγεθος ΑΕΠ κατώτερο του δυνητικού. Είναι εμφανές ότι η ευρωπαϊκή οικονομία λειτουργεί σε περιβάλλον ώριμου καπιταλισμού, όπως αυτό αναλύεται από τον Marxκαι τον Keynes, δηλαδή πάσχει από ανεπαρκή ενεργό ζήτηση και αντιπληθωριστικές τάσεις, που τροφοδοτούν ανερχόμενη συνεχώς ανεργία. Αυτή, στους κόλπους της ΕΕ, αγγίζει τα 25,7 εκατομμύρια, ή το 10,5% του ενεργού πληθυσμού τον Μάρτιο του 2014[44]. Στο εσωτερικό οικονομιών με τέτοιες προδιαγραφές, όλες οι βασικές αναπτυξιακές ροπές είναι υποτονικές. Και η ροπή της κατανάλωσης, και η της αποταμίευσης, και αυτή της επένδυσης και του νεωτερισμού, γι αυτό και η ύφεση ανακυκλώνεται. Η κατανάλωση υπολείπεται, μόνιμα, από την αντίστοιχη της πλήρους απασχόλησης, επειδή εφαρμόζονται τα οικονομικά της προσφοράς, που υποβαθμίζουν τη ζήτηση[45]. Με ανεπαρκή ζήτηση και απίσχνανση της πραγματικής οικονομίας, προς όφελος της χρηματιστηριακής, η αποταμίευση κατευθύνεται, κυρίως, προς κερδοσκοπικές τοποθετήσεις ή αποθησαύριση. Είναι, κατά πρώτο και κύριο λόγο οι πλούσιοι που δεν επενδύουν στην πραγματική οικονομία, και που το ειδικό τους βάρος ανέρχεται εξαιτίας της κορύφωσης των ανισοτήτων, επειδή προτιμούν να διατηρούν υψηλή ρευστότητα, προστατεύοντας έτσι την περιουσία τους και αποφεύγοντας τη φορολογία, ή τοποθετώντας τα κέρδη τους στο χρηματιστήριο[46]. Οι επιλογές αυτές επιτείνουν τις ανισότητες[47], επειδή τα κέρδη προστίθενται μόνο στο κεφάλαιο και όχι και στην εργασία. Αλλά και οι νεωτερισμοί επιβραδύνονται σε οικονομίες με μόνιμη ισορροπία υποαπασχόλησης και μεγάλες ανισότητες, επειδή αργοπορεί η έλευση του σχετικού κορεσμού των παραδοσιακών βιομηχανικών προϊόντων, και δεν δημιουργείται επαρκής ζήτηση για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Με τις συνθήκες αυτές δεν δικαιολογούνται ελπίδες απορρόφησης της ανεργίας.
Β) Κορυφούμενη ανασφάλεια
Η παράβαση βασικών οικονομικών κανόνων, οι οποίοι είχαν καθιερωθεί και ίσχυαν απαρεγκλίτως για μακρό χρονικό διάστημα στο παρελθόν, γενικεύει την ανασφάλεια στις σύγχρονες οικονομίες, εγκαθιστά τη δυσαρέσκεια μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών και επιφέρει σοβαρό πλήγμα στη δημοκρατία. Θα αρκεστώ σε δύο ακραίων συνεπειών αναφορές:
α) Η πρώτη αναφέρεται στην απόλυτη εμπιστοσύνη, με την οποία είναι απαραίτητο να περιβάλλεται η ιδιωτική αποταμίευση, που όμως στο τελευταίο διάστημα υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα. Πρόκειται καταρχήν για τη ληστεία που υπέστησαν οι καταθέσεις ιδιωτών σε ορισμένες τράπεζες της Κύπρου, τον Απρίλιο του 2013, με τη χρησιμοποίηση του δημόσιου χρέους ως αλόγου της Τροίας. Αυτό το κούρεμα ιδιωτικών καταθέσεων που υπερέβαιναν τις 100.000Ε δεν αποκλείεται να εφαρμοστεί και αλλού, σε περίπτωση έλλειψης άλλων μέσων εξόφλησης των χρεών, όπως ανακοινώθηκε από επίσημα ευρωπαϊκά χείλη, και μάλιστα πιθανόν χωρίς να σώζονται και καταθέσεις κατώτερες των 100.000Ε. Πρόκειται, στη συνέχεια, για το απροειδοποίητο άνοιγμα ιδιωτικών λογαριασμών, στην Ελλάδα, και δήμευση ποσών τα οποία οι καταθέτες χρωστούν στην εφορία.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι αποταμιευτές δεν μπορούν, εφεξής, να έχουν εμπιστοσύνη στις τράπεζες, και η διαπίστωση αυτή καταργεί ουσιαστικά τη φύση της αποταμίευσης, που είναι η βασική κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. Και στο σημείο αυτό τα οικονομικά που διδάσκονταν και διδάσκονται ακόμη στα Πανεπιστήμια, ουδόλως χρησιμεύουν για την ερμηνεία της πραγματικότητας. Γιατί, ήδη, βρισκόμαστε στο καπιταλιστικό στάδιο της ληστείας και της αρπαγής[48].
β) Και η δεύτερη, από τις δύο επιλεγμένες παραπάνω αναφορές, σχετίζεται με τη σταδιακή κατάργηση όλων των εργατικών δικαιωμάτων, και μάλιστα χωρίς προειδοποίηση και σχετική δικαιολόγηση. Ουσιαστικά, δεν επρόκειτο για δικαιώματα,αλλά για προσπάθεια περιορισμού της, sine–qua–non μειονεκτικής θέσης του μεμονωμένου εργαζόμενου, απέναντι στον εργοδότη. Της προσπάθειας δηλαδή εξουδετέρωσης, στο μέτρο του δυνατού, των εργοδοτικών προνομίων, έτσι ώστε η συμφωνία εργασίας μεταξύ τους να μην είναι λεόντεια και ορθάνοικτη σε παντός είδους εκμετάλλευση και εκβιασμούς[49]. Η έντονη ανασφάλεια που επικρατεί, κυρίως, βέβαια στην Ελλάδα όπου δεν έμεινε ανέπαφο κανένα σχεδόν εργασιακό δικαίωμα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην οποία άρχισε η κατεδάφιση του «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», διαχέεται σε ολόκληρη την υφήλιο με δυσμενείς γενικότερες συνέπειες.
Γ)Ρήξεις
Η χαώδης λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να συγκεκριμενοποιηθεί με την προσπάθεια απαρίθμησης των ρήξεων, που έχει ανελέητα υποστεί ο βασικός τους κορμός. Πρόκειται για διαλυτικής υφής αποκολλήσεις, συνόλων, ομάδων και τομέων, των οποίων η συμπόρευση εξασφαλίζει την οικονομική και κοινωνική ισορροπία, ενώ ο βίαιος διαχωρισμός τους καταλήγει σε οδυνηρές και ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Ως πρώτη ρήξη θα αναφέρω αυτήν, που ενσυνείδητα προκαλείται, ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η ομαλή λειτουργία της οικονομίας απαιτεί τη συνύπαρξή τους, την αλληλοσυμπλήρωσή τους, τη στενή τους συνεργασία. Ωστόσο, η πλήρης επικράτηση, μετά τη δεκαετία του’70, της ακραίας νεοφιλελεύθερης θεώρησης εκλαμβάνει το δημόσιο τομέα ως εξάμβλωμα και ως ανωμαλία του συστήματος, και επεξεργάζεται κάθε δυνατό μέσο για τον εξοστρακισμό του. Να υπενθυμίσω ότι μια παρόμοια κούρσα, αλλά προς την διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση, ακολουθήθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και μέχρι τη δεκαετία του ’70, με εχθρό τότε τον ιδιωτικό τομέα, και με την προσπάθεια ελαχιστοποίησης της σημασίας του, μέσω μαζικών κρατικοποιήσεων. Αυτές οι βίαιες εναλλαγές, βρίσκονται δυστυχώς στα πλαίσια παραλογισμών και θα πρέπει με κάθε θυσία να αποφευχθούν στο μέλλον, εφόσον καταλήγουν στο να αποστερούν την οικονομία, από τις δυνατότητες και τα πλεονεκτήματα της μισής ύπαρξής της[50].
Μια άλλη τραυματική ρήξη, στις σύγχρονες οικονομίες, είναι το ολοένα διευρυνόμενο χάσμα, ανάμεσα στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, παγκόσμια και ιδιαίτερα ευρωπαϊκή, και στις επιθυμίες των πολιτών, που δεν λαμβάνονται υπόψη. Πράγματι, σε μια από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, στους κόλπους της ΕΕ, το 60% των ερωτηθέντων, έναντι ενός 16%, πιστεύει ότι υπάρχουν καλύτερες λύσεις από τη λιτότητα. Τα πιο υψηλά ποσοστά κατεγράφησαν στην Ελλάδα (94%), στην Πορτογαλία (81%) και στην Ισπανία (80%). Μόνο το 22% των Ευρωπαίων εκτιμά ότι οι πολιτικές λιτότητας ωφελούν όλη την Ευρώπη, έναντι του 67% που πιστεύει ότι οι πολιτικές αυτές δεν ευνοούν παρά ορισμένα κράτη μέλη. Όταν τούς ζητήθηκε να κατονομάσουν χώρες, ανέφεραν πρώτη τη Γερμανία (77% των απαντήσεων), με δεύτερη τη Γαλλία (48%) και τρίτη τη Βρετανία (39%). Πάνω από το 50% των Ευρωπαίων εκτιμά ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται από την αρχή της κρίσης απέτυχαν[51]. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, το 51% των πολιτών της ΕΕ εκτιμά ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν για την ανάταξη των δημοσιονομικών δεν έχουν αποτέλεσμα. Μόνο το 5% πιστεύει το αντίθετο. Εξάλλου, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών αντανακλά μια σαφή απόρριψη των κομμάτων εξουσίας που συνδέθηκαν ή συνδέονται με τη λανθασμένη και άδικη αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη. Σε όλες τις εκλογές τα τελευταία χρόνια οι ψηφοφόροι ψήφισαν για αλλαγή και στο τέλος βρέθηκαν περίπου στα ίδια – ακριβώς εξαιτίας των κοινών πολιτικών που εφαρμόστηκαν παντού και των νέων δημοσιονομικών κανόνων που υπαγορεύει το Βερολίνο και υλοποιούν οι Βρυξέλλες. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι η απουσία ικανών εναλλακτικών λύσεων στρέφει αρκετούς ψηφοφόρους προς τα άκρα, που εκφράζουν αντιευρωπαϊσμό. Και, όμως, η πολιτική της λιτότητας συνεχίζεται, και μάλιστα σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του νέου επιτρόπου της Commission, «αυτή θα συνεχιστεί επ’ αόριστον».
Τέλος, μια τρίτη δραματική ρήξη είναι ο διαχωρισμός των σύγχρονων οικονομικών επιδιώξεων, από την ευημερία των πολιτών, όπως κατεξοχήν υλοποιείται με την επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας. Ανταγωνιστικότητα για ποιους ακριβώς, δεδομένου ότι, όπως τονίστηκε παραπάνω, το μέσο επίτευξής της είναι η ελαχιστοποίηση του επιπέδου μισθού. Δηλαδή, η εξαθλίωση του 85% του συνολικού ενεργού πληθυσμού των προηγμένων οικονομιών.
Συμπέρασμα
Στο παρελθόν, συχνά, η οικονομία κατηγορήθηκε ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις, για να αναγνωριστεί ως επιστήμη. Γι αυτό, και έγινε μια γιγαντιαία προσπάθεια απόδειξης του αντιθέτου, με τη σχεδόν μαζική προσφυγή στην οικονομετρία, που συνδυάζει στατιστική, μαθηματικά και βέβαια οικονομική θεωρία. Η αίγλη της οικονομετρίας, όμως, από την οποία αναμενόταν η δυνατότητα αποδείξεων, αλλά και προβλέψεων, αμαυρώθηκε σημαντικά, εξαιτίας της αδυναμίας της να προβλέψει τη δεύτερη μεγάλη οικονομική κρίση του 2007, αλλά και εξαιτίας αποτελεσμάτων, που δεν είχαν σχέση με την οικονομική πραγματικότητα. Οπωσδήποτε, ωστόσο, υπήρχαν τα γερά θεμέλια της οικονομικής θεωρίας, που σε πείσμα των δυσχερειών εφαρμογής αρκετών υποθέσεών της, καθώς και σε πείσμα της ανάγκης, μετά το 1936, επιλογής τής, εκάστοτε, ακολουθητέας οικονομικής πολιτικής ή του συνδυασμού της, ανάμεσα σε ελεύθερη αγορά και παρεμβατισμό, ήταν πάντοτε εφικτός ο αντίλογος στις επικρίσεις περί έλλειψης επιστημοσύνης της.
Μετά, όμως, από την εγκαθίδρυση της παγκοσμιοποίησης, με συνοδούς έναν φανατικό φιλελευθερισμό και την αποβιομηχάνιση, που έφερε στο προσκήνιο το μεταβιομηχανικό στάδιο, δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι η παγκόσμια οικονομία οδεύει χωρίς πυξίδα στο χάος.
Θέλω να ελπίζω ότι μπόρεσα να προσκομίσω αρκετές αποδείξεις, για την αδήριτη ανάγκη συνέχισης της σχετικής έρευνας για την εξεύρεση νέων θεωρητικών εργαλείων ανάλυσης της νέας οικονομικής πραγματικότητας. Γιατί, παρότι, οι αρμόδιοι συμπεριφέρονται ωσάν να υπακούν δήθεν σε κάποιες θεωρητικές εντολές, που εξασφαλίζουν ισορροπίες, ουσιαστικά, ουδέν απέμεινε από τους κλασικούς ρυθμιστικούς κανόνες λειτουργίας της μικρο και μακροοικονομίας. Όσο κι αν ακούγεται τρομακτικό, η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε πια σε θέση να αποφανθούμε για το πώς διαμορφώνονται οι τιμές, για πως αποφασίζεται το επίπεδο των μισθών, για το πώς διενεργείται η διανομή του παραγόμενου προϊόντος, για το πώς λειτουργούν οι αποφασιστικές ροπές της οικονομίας, για το ποιες επιλογές οικονομικής πολιτικής απαιτούνται ώστε να απορροφηθεί η ανεργία και να αρχίσει η ανάκαμψη. Ακόμη, η Ευρωζώνη λειτουργεί, χωρίς κανονικό νόμισμα, καθώς το ευρώ είναι, ουσιαστικά, ουδέτερο ή σκιώδες νόμισμα. Εξάλλου, στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, έχει πλήρως αχρηστευθεί η φαρέτρα των μέτρων που βοηθά την οικονομία να μετριάσει τις δυσμενείς συνέπειες της κατιούσας φάσης του κύκλου και πιο μακροχρόνια να της εξασφαλίσει ταχύρρυθμη ανάπτυξη, ενώ οι δυνατότητές της έχουν απελπιστικά συρρικνωθεί σε μια συνεχή μάχη εναντίον ενός ανύπαρκτου πληθωρισμού[52]. Ο παραδοσιακός επιχειρηματίας, που επένδυε τα κέρδη του, αναλάμβανε κινδύνους που δικαιολογούσαν αυτά τα κέρδη του, και που είχε αποφασιστική συμβολή στην ανάπτυξη της χώρας του αποτελεί μακρινή ανάμνηση. Τώρα, αντιθέτως, δεσπόζουν στον πάλαι ποτέ επιχειρησιακό χώρο τα «χρυσά αγόρια», που αγοράζουν, παράγουν και πωλούν αέρα, έναντι αστρονομικών αμοιβών, που δεν δικαιολογούνται με την πρώτη ματιά, και οπωσδήποτε δεν έχουν σχέση με την, όπως και να προσδιοριστεί, παραγωγικότητά τους. Ο κρατικός τομέας, στον οποίο, ακριβώς, με τις παρούσες συνθήκες θα έπρεπε να γίνεται ευρύτατης έκτασης προσφυγή, προκειμένου να μετριαστούν αδικίες και να περιοριστεί το χάος, έχει χαρακτηριστεί «εχθρός της προόδου». Στον κρατικό τομέα, εξάλλου, επιρρίπτονται συλλήβδην όλα τα δεινά των σύγχρονων οικονομιών και εκλαμβάνεται ως αποδιοπομπαίος τράγος. Στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης ατομικής ελευθερίας[53]ευνοείται, ουσιαστικά, η φοροδιαφυγή[54], με αποτέλεσμα να μην είναι πια δυνατή η συνέχιση του κράτους Πρόνοιας.
Όσο σκληρή και αν είναι η διαπίστωση, όλα όσα οι παλαιότεροι οικονομολόγοι έχουν διδαχθεί, ακόμη και στα καλύτερα Πανεπιστήμια της υφηλίου, αποτελούν σύνολο άχρηστων γνώσεων, για τις σημερινές συνθήκες. Οι σύγχρονες οικονομίες, χορεύουν στο ρυθμό του κέρδους, που επιδιώκεται και αποκτάται με οποιονδήποτε- έστω και στα όρια του εγκλήματος- τρόπο και υπακούν στις συγκυριακές επιθυμίες και στις εντολές των πολυεθνικών. Αναφορικά με τη διδασκαλία των οικονομικών, αυτή έχει συρρικνωθεί σε ορισμένες σχολές διοίκησης επιχειρήσεων, που έχουν ως σύμβολα αρπακτικά όρνια και σαρκοβόρα ψάρια, και που δεν έχουν καμία σχέση με την παραδοσιακή οικονομική θεωρία. Δυστυχώς, τώρα, όσοι στο παρελθόν υποστήριζαν ότι η οικονομία δεν είναι επιστήμη, δικαιώνονται απολύτως.
Το αγωνιώδες ερώτημα είναι: υπάρχει διέξοδος; Υπάρχει οδός επιστροφής στην οικονομική επιστήμη, που στο παρελθόν ανήκε στις κοινωνικές επιστήμες;
Ένα ερώτημα, που όπως και άλλα πολλά σχετικά, δεν διαθέτει εμφανή, ούτε εύκολη, ούτε γενικής παραδοχής απάντηση. Οι δυσκολίες αυτές οφείλονται στο ότι εισέδυσαν στο χώρο φανατισμοί, ακραίες ιδεολογίες, ισχυρά επενδυμένα συμφέροντα, αλλά και σε κάποιο, ευτυχώς, μικρό ποσοστό, και αναπότρεπτες εξελικτικές διαδικασίες.
Με πολλούς δισταγμούς, καθώς και με την αίσθηση ότι η συμβολή και οι προτάσεις μου σε αυτό το κεφάλαιο είναι, εντελώς, εισαγωγικές, θα τελειώσω με κάποιες σκέψεις, αυτή την εισήγηση.
Όπως ανέφερα και στην αρχή, είναι κατεπείγουσα η ανάγκη εξασφάλισης νέων θεωρητικών εργαλείων, που να είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τα νέα στοιχεία της οικονομικής πραγματικότητας, και πάνω από όλα, να αποτρέψουν τη συνέχιση της άναρχης πορείας της παγκόσμιας οικονομίας.
Η εύκολη διαπίστωση, σχετικά, με την ανάγκη εξασφάλισης νέων θεωρητικών εργαλείων είναι ότι αυτά, προς το παρόν, δεν υπάρχουν. Ότι απαιτούν την εμφάνιση νέας θεωρίας που να υποκαταστήσει τις επικρατούσες. Και, ακόμη, ότι είναι άγνωστο το πότε ή και το αν αυτή θα εμφανιστεί.
Προς το παρόν, διαθέτουμε δύο και μόνο δύο επικρατούσες οικονομικές θεωρίες, βασικά στοιχεία των οποίων δεν είναι πια εφαρμόσιμα στις σύγχρονες οικονομίες, εξαιτίας των ριζικών μεταβολών που έχουν υποστεί. Δεν υπάρχει, όμως, άλλη λύση εκτός από την προσπάθεια να πορευτούμε, όσο γίνεται, με αυτές, για να αποφύγουμε το πλήρες οικονομικό χάος, την απόλυτη αποσύνθεση, την απρόσκοπτη επικράτηση των συμφερόντων των ολιγαρχών στις σύγχρονες κοινωνίες.
Δύο είναι, κατά τη γνώμη μου, τα κλειδιά αυτής της προσπάθειας:
*πρώτον, ο συνδυασμός των δύο οικονομικών κοσμοθεωριών και όχι ο αποκλεισμός από τη μία της άλλης, και
*δεύτερο, η έντονη παρουσία του κράτους και του κράτους Πρόνοιας- με παράλληλη, και όσο γίνεται πιο αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς, των προνομιακών/πελατειακών σχέσεων- στην οικονομία, απαραίτητης τώρα, όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν.
Επιλεκτική βιβλιογραφία
*Artus, P.,/M.P. Virard (2008), Globalisation, le pire est à venir, La Découverte, Paris
* Bianco, Α., and L. Lavelle (2000), « The CEO Trapp », Business Week, 11/12
*Business Week, 28.08.2000
*Commission Européenne
*Dewey, D., (1965), Modern Capital Theory, New York
* Dolan, M (2014), “Why the rich are hoarding their cash” INYT, 12.06
*Duval, Gu., (2011), “Faut-il imiter l’Allemagne?”, Alternatives Εconomiques, No 300, Mars
*Fleck, S., J. Glacer and S.Sprague (2011), US Bureau of Labor Statistics. Monthly Labor Statistics
* Laurent, E., (2014),”Les liens libèrent”, Alternatives Economiques
*Manière de voir, no 102, “Le crack du libéralisme » de 2008-janvier 2009
*Negreponti-Delivanis,M., (1974), “Réflexions sur le rendement du progrès technique », Mélanges en l’Honneur du Professeur Emile James
*Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, M., (1977), Οικονομική Ανάλυση, Μακροοικονομική Ισορροπία στον Καπιταλισμό και στο Σοσιαλισμό, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα (ελληνικά)
*Νεγρεπόντη-Δελιβάνη,Μ., (1983), Μικροοικονομική Ανάλυση, Τόμος Ι, Μέρος ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Β’Έκδοση (ελληνικά)
* Negreponti-Delivanis,M., (1990), Europe ’s life-buoy: its less developed regions, ed. Paratiritis (και ελληνικά από εκδόσεις Παρατηρητής)
* Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Μ., (1993), Iδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις, Eκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη (ελληνικά)
*Negreponti-Delivanis, Μ., (2002), La mondialisation conspiratrice, Paris , L’Harmattan, , chapitre 2, III (και ελληνικά)
* Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Μ., (2004) Η τύχη του ευρώ, μετά την κηδεία του Συμφώνου Σταθερότητας, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Κορνηλία Σφακιανάκη : Θεσσαλονίκη (Θεσσαλονίκη)
*Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, M., (2007), Μεταρρυθμίσεις, Το ολοκαύτωμα των εργαζομένων στην Ευρώπη, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Λιβάνη, Αθήνα
*Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, M., (2014), Η εν ψυχρώ δολοφονία της Ελλάδας και η διέξοδος, η δραχμή, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Ιανός, σ. 267 (υπό εκτύπωση και γαλλικά από τον L’Harmattan)
*Picketty, Th., (2013), Le capital au XXIe siècle, Seuil, Paris
* Reich, R., (1997), Interview au Journal Le Monde, 7.9,
* Robinson, R., (1964), “Factor Prices not Equalized”, Quarterly Journal of Economics, May 1964
*Solow, R.M., (1960), “Investment and Technical Progress in Mathematical Methods in the Social Sciences, K.J.Arrow ed., Stanford
*The Economist, 08.05.1999
* Touraine , Α., (2013), La fin des sociétés, Seuil Paris
*G. Zucman, G., (2024)“Knocking on haven’s door, LSE Connect,Summer
[1] Από όσο γνωρίζω δεν έχει γίνει σοβαρή έρευνα των επιπτώσεων αυτών των συνδυασμένων μεταβολών, στην έκταση εφαρμογής των επί μέρους αρχών της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας
[2] Επιτυγχάνει δηλαδή το άριστο δυνατό σημείο με τα δεδομένα που εκάστοτε επικρατούν, και δεν επιθυμεί να μεταβάλλει τη θέση του, αν αυτά δεν μεταβληθούν
[3] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (1983), Μικροοικονομική Ανάλυση, Τόμος Ι, Μέρος ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Β’Έκδοση
[4] Απρίλιος 2014
[5] Να διευκρινίσω ότι αυτά είναι εμφανέστερα και συνηθέστερα στις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου
[6] Βλ. A. Touraine (2013), La fin des sociétés, Paris Seuil, pp. 45, 62, 97, 205, 548
[7] Βλ. M. Negreponti-Delivanis (2002),La mondialisation conspiratrice, Paris, L’Harmattan, , chapitre 2, III
[10] Βλ. A. Bianco and L. Lavelle (2000), « The CEO Trapp », Business Week, 11/12
[11] Η ελαχιστοποίηση των μισθών αποτελεί πάγια τακτική, όχι μόνο για τις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου , όπου η εφαρμογή της είναι ακραία, αλλά και για ολόκληρη την υφήλιο, όπου διευκολύνεται με τη βοήθεια, πρώτον της απειλής για μετεγκατάσταση επιχειρήσεων, δεύτερον της συρροής μεταναστών, κυρίως, παράνομων, που ρίχνουν το μέσο επίπεδο μισθού και, τέλος, του τρόπου εφαρμογής του δόγματος της ανταγωνιστικότητας, που βασίζεται στις μαζικές απολύσεις εργατικού δυναμικού
[12] Ο υπολογισμός αυτός προβλέπει ισορροπία του επιχειρηματία όταν ο μισθός του οριακού εργαζόμενου ισούται με την οριακή πρόσοδο
[14] Οι δαπάνες πώλησης είναι πολύ περιορισμένες, χάρη στο Διαδίκτυο και η γενίκευση της μερικής απασχόλησης-που ελαχιστοποιεί την πλήρη απασχόληση- μειώνει αποφασιστικά τις σταθερές δαπάνες.
[17] Μέσω των κορυφούμενων ανισοτήτων κατανομής του εισοδήματος και της υποχώρησης της προοδευτικότητας της φορολογίας
[18] Συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, απόλυτη κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής, ομοιογένεια των συντελεστών της παραγωγής .
[19] Βλ. J. Robinson (1964), “Factor Prices not Equalized”, Quarterly Journal of Economics, May 1964, p.205
[22]Βλ. S. Fleck.J. Glacer and S. Sprague (2011), US Bureau of Labor Statistics. Monthly Labor Statistics
[24] Βλ. P.Artus/M.P. Virard (2008), Globalisation, le pire est à venir, La Découverte, Paris, p. 33
[25] Βλ. R.M.Solow (1960), “Investment and Technical Progress in Mathematical Methods in the Social Sciences, K.J.Arrow ed., Stanford, pp 89-104.
[27] Βλ. M. Negreponti-Delivanis (1974), “Réflexions sur le rendement du progrès technique », Mélanges en l’Honneur du Professeur Emile James, pp. 293-302.
[29] Τουλάχιστον, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, τα οποία διακόπτονται από την εμφάνιση κρίσεων
που είναι συχνότερες από ότι στο παρελθόν
[31] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη- Δελιβάνη (2004) Η τύχη του ευρώ, μετά την κηδεία του Συμφώνου Σταθερότητας, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Κορνηλία Σφακιανάκη : Θεσσαλονίκη
[32]Αρκεί να παρατηρήσω ότι δεν είναι «συνωμοσιολογία», αλλά γεγονός, η παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου της Γερμανίδας καγκελαρίου από την αμερικανική Κυβέρνηση. Ούτε είναι «συνωμοσιολογία» η κατάρριψη του αεροπλάνου, στην Ουκρανία, που παρότι έχουν περάσει εβδομάδες, δεν υπάρχει φως αλλά απλώς αλληλοκατηγορίες, για το ποιοί το κατέρριψαν. Στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας, που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, με αποτελέσματα που αναμφίβολα είναι τραγικά, η αδιαφορία διαπίστωσης συσχετισμών, για τα όσα συμβαίνουν στην παγκόσμια οικονομία, είναι καταδικαστέα, από κάθε άποψη.
[33] Ήδη έχει αποτύχει η Συνθήκη της Λισσαβόνας, που προέβλεπε ότι υο 2000 η ΕΕ θα είχε καταστεί η πιο ανταγωνιστική περιοχή της υφηλίου
[34]Ακριβώς, όπως τηρουμένων των αναλογιών, δεν ήταν εφικτή στο παρελθόν η επιδίωξη θετικών αποτελεσμάτων, από τις θεωρίες των Μερκαντιλιστών, όταν όλα τα τότε προηγμένα κράτη επεδίωκαν τη συσσώρευση, όσο γίνεται μεγαλύτερης ποσότητας πολύτιμων μετάλλων, στη χώρα τους
[35]Που, έστω και αν επιτύχουν, θα συνδυαστούν αναπόφευκτα με οικονομικό μαρασμό στο εσωτερικό της κάθε χώρας, βλ. Gu. Duval (2011), “Faut-il imiter l’Allemagne?”, Alternatives economiques, No 300, Mars
[38] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (1977), Οικονομική Ανάλυση, Μακροοικονομική Ισορροπία στον Καπιταλισμό και στον Σοσιαλισμό, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα (ελληνικά), pp. 125 ss.
[43] Βλ. M. Negreponti-Delivanis (1990), Europe ’s life-buoy: its less developed regions, ed. Paratiritis (και στα ελληνικά από τον Παρατηρητή)
[44] Selon les estimations de l’Office européen de statistiques Eurostat
[45] Έχοντας πλήρως λησμονήσει τη ρήση του Alfred Marshall ότι «η ζήτηση όσο και η προσφορά είναι τόσο απαραίτητες, όσο και οι δύο λάμες ενός ψαλιδιού»
[47] Στις ΗΠΑ το 0.1% του πληθυσμού κατέχει το 23% του πλούτου, όσο και το 90% των πιο φτωχών
[48] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (2014), Η εν ψυχρώ δολοφονία της Ελλάδας και η διέξοδος, η δραχμή, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Ιανός, σ. 267 (υπό εκτύπωση και γαλλικά από τον L’Harmattan)
[49] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη- Δελιβάνη (2007), Μεταρρυθμίσεις, Το ολοκαύτωμα των εργαζομένων στην Ευρώπη, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Λιβάνη, Αθήνα
[50] Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (1993), Iδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις, Eκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη (ελληνικά)
[51] Σύμφωνα με το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Gallup για την πλατφόρμα “Debating Europe”
[52] Που, ήδη, έχει μεταστραφεί στα πλαίσια της ΕΕ σε απειλητικό αντιπληθωρισμό.
[53] Εφόσον υπερβαίνει τα όρια, πέραν των οποίων καθίσταται βλαπτική για την ολότητα
[54] Παρότι, αναγγέλλονται συνεχώς σε ολόκληρη την υφήλιο, μέτρα για τη δήθεν πάταξή της.
(Visited 4 times, 1 visits today)