Η Ευρώπη στροβιλίζεται σε ενεργειακή κρίση διαρκείας, που η ίδια προκάλεσε, εξαιτίας της αδυναμίας της να προβλέψει τις καταστρεπτικές συνέπειες της ανερμάτιστης πολιτικής της. Η εξάρτηση της από το ρωσικό αέριο, που έφθανε στο 50% των συνολικών αναγκών της, όφειλε να την καταστήσει εξαιρετικά προσεκτική ως προς τις αποφάσεις της. Φαίνεται, συνεπώς, αδιανόητη η αδυναμία πρόβλεψης τής, οπωσδήποτε, αυτονόητης ρωσικής απάντησης, στις σκληρές κυρώσεις που η ίδια επέλεξε να επιβάλει.

Το οξύτατο ενεργειακό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, επισκιάζεται προς το παρόν, χάρη στα σημαντικά αποθέματα αερίου, και χάρη στις γενναίες κρατικές επιδοτήσεις. Και σε ότι αφορά τις περιορισμένες αντιδράσεις των λαών της Ευρώπης, απέναντι στην κρίση και στα περιοριστικά μέτρα που τους επιβάλλονται, αυτές οφείλονται στην ανεπαρκή πληροφόρησή τους, που επιμελώς καλλιεργείται από τους επικεφαλείς της ΕΕ. Δυστυχώς όμως αυτή η νηνεμία κινδυνεύει να είναι βραχείας διάρκειας, καθώς αναμένονται πολύπλευρες καταστροφές που, λογικά, θα κορυφώσουν τις αντιδράσεις.

 

Προς το παρόν, ωστόσο, ορισμένες ευμενείς εξελίξεις, καθώς και η λήψη μέτρων για τον περιορισμό των δυσμενών επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, καλλιεργούν την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για περιπέτεια, που παρότι δυσάρεστη, θα είναι ωστόσο περιορισμένης διάρκειας. Να αναφερθώ, καταρχήν, στις προσπάθειες απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο, που άρχισαν και συνεχίζονται με ταχείς ρυθμούς, και προς πολλές κατευθύνσεις.

Ωστόσο, εκτός από το ότι οι προσπάθειες αυτές χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν, ο σημαντικότερος κίνδυνος είναι η ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών, σχετικά με το βαθμό επιτυχίας τους. Η, προς το παρόν, αισιοδοξία που επικρατεί οφείλεται στην τιμή του αερίου, που είναι τώρα χαμηλότερη από την αντίστοιχη του καλοκαιριού, παρότι παραμένει περίπου έξη φορές υψηλότερη σε σχέση με αυτήν πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Οφείλεται, ακόμη, στη θέσπιση από την ΕΕ γενναίων κρατικών επιδοτήσεων, που δίνουν ανάσα στους καταναλωτές ενέργειας, αλλά όμως που πρόκειται για μέτρο, που από τη φύση του θα είναι βραχυχρόνιο. Ιδιαίτερα, και επειδή για τη νέα χρονιά προβλέπεται επάνοδος στη σφικτή νομισματική πολιτική, αλλά και συνέχιση του πληθωρισμού, που δεν ευνοεί αυτές τις επιδοτήσεις. Η σχετική αισιοδοξία, εξάλλου, που καλλιεργείται στην ΕΕ, σχετικά με την ενεργειακή κρίση, δικαιολογείται, ακόμη, και από το γεγονός ότι, μέχρι στιγμής, τα μέτρα που επιβάλλονται για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας, και που διαφέρουν από χώρα σε χώρα, στην προσπάθεια να εξυπηρετήσουν, κατά το δυνατόν, τις ειδικές συνθήκες της καθεμιάς από αυτές, έχουν γίνει αποδεκτά με σχετική ψυχραιμία από τους πολίτες της Ευρώπης.

Θετικό είναι ακόμη και το εύρημα του ερευνητικού Ινστιτούτου της IFO, με βάση το οποίο το 75% της γερμανικής βιομηχανίας (που λογικά επεκτείνεται σε κάποιο βαθμό και στις λοιπές χώρες της ΕΕ) δεν υπέστη δυσάρεστες συνέπειες από την ενεργειακή κρίση. Ωστόσο, η αισιοδοξία αυτή δεν έχει λάβει, προς το παρόν, υπόψη σωρεία διεργασιών της ενεργειακής κρίσης, που παρότι δεν έγιναν προς το παρόν επαρκώς αισθητές, εγκυμονούν όμως σοβαρότατους κινδύνους, που απλώνονται σε μακροχρόνια περίοδο και που απειλούν καίριους κοινωνικοοικονομικούς τομείς της Ευρώπης.

Οι απειλές αυτές, συμπίπτουν με θλιβερές αποκαλύψεις, πρώτον αναφορικά με την παντελή έλλειψη αλληλεγγύης και συνοχής στους κόλπους της ΕΕ, αλλά και δεύτερον και τρισχειρότερο, με την ύπαρξη αβυσσαλέας διαφθοράς, που υποθάλπει απανωτά σκάνδαλα στους κόλπους της. Εμβρόντητοι πια οι Ευρωπαίοι πολίτες αναρωτιούνται τι μπορούν ακόμη να ελπίζουν από την Ευρώπη, που απειλείται με διάλυση εις τα εξ ων συνετέθη.

Δυστυχώς, λοιπόν, η ενεργειακή κρίση, όχι μόνο δεν οδεύει προς το τέλος της, αλλά αντιθέτως, βρίσκεται στη βάση σειράς σοβαρών ανατροπών για την Ευρώπη. Αυτές απειλούν να την εξασθενίσουν και να επιταχύνουν τη διεθνή περιθωριοποίησή της. Πρόκειται για δυσάρεστες εξελίξεις, που θα βαρύνουν πρωτίστως τις πιο αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες με τα περισσότερα προβλήματα και τα υψηλότερα χρέη, όπως είναι οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, και κατεξοχήν η Ελλάδα.

Να αρχίσω με τις επιπτώσεις, που προβλέπεται να έχει το τεράστιο ποσό, που έχει ήδη διατεθεί στα πλαίσια της ΕΕ, με τη μορφή επιδοτήσεων, για την αντιμετώπιση των θηριωδών τιμών της ενέργειας.

Παρότι, το σχετικό ποσό δεν έγινε ευρύτερα γνωστό, για ευνόητους φυσικά λόγους, η δεξαμενή σκέψης Bruegel αποκαλύπτει ότι από τον Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι σήμερα, η ΕΕ δαπάνησε δημόσιο χρήμα της τάξης των 573 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εύλογα βέβαια ανακύπτει το ερώτημα των κριτηρίων που έγιναν αποδεκτά για τη δαπάνη αυτού του τεράστιου ποσού. Το οποίο ουδόλως αποτελεί παραγωγική δαπάνη, το οποίο προσπερνά ανάγκες σπουδαιότερες από αυτήν που επιδιώκει να εξυπηρετήσει, το οποίο εγκαταλείπει τη λήψη απαραίτητων μέτρων οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο δημιουργεί καταστρεπτικά αδιέξοδα στην Ευρώπη, και το οποίο καταργεί τη βασική οικονομική αρχή.

Με βάση τη δαπάνη αυτού του θηριώδους ποσού, που επιπλέον δεν επιλύει βασικά προβλήματα ενέργειας, αλλά απλώς περιορίζει προσωρινά την ένταση των συνεπειών της, είναι αναπότρεπτο να γίνουν ορισμένες συγκρίσεις. Και εφόσον είμαστε στην Ελλάδα, ας επαναφέρουμε στη μνήμη την ευκολία με την οποία η ΕΕ καταδίκασε την Ελλάδα σε μαρασμό δεκαετιών, επειδή για χρέος που ήταν 110% του ΑΕΠ , και απολύτως βιώσιμο, και για δημοσιονομικό έλλειμμα, το ύψος ρου οποίου, όπως είναι γνωστό, βαρύνεται με σοβαρές υπόνοιες ύποπτου τρόπου υπολογισμού, προκειμένου να σωθούν έτσι οι γερμαννικές και γαλλικές τράπεζες. (που θεωρείται απολύτως βιώσιμο, αλλά και επειδή είχε υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, υπόπτως υπολογισμένο),αποδέχεται τώρα σιωπηρώς να δαπανήσει το παραπάνω αυτό θηριώδες ποσό, προφανώς για να εξασφαλίσει τη συναίνεση των κρατών-μελών, στο ασυγχώρητο παράπτωμά της να επιβάλλει κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, χωρίς να φροντίσει στοιχειωδώς να αποκλείσει (το λογικά αναμενόμενο), ότι δηλαδή αυτές θα στρέφοντας με καταστρεπτικό τρόπο εναντίον της.

Έτσι, λοιπόν, η ΕΕ θυσίασε την κλιματική αλλαγή, την πράσινη ανάπτυξη, αλλά και τη βελτίωση των όρων διαβίωσης των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων, αλλά και τη βελτίωση της υγείας, της παιδείας, του τρόπου κατανομής του εισοδήματος κλπ., κλπ. Ειδικότερα για την ταλαίπωρη πατρίδα μας, η επιλογή αυτή της ΕΕ θα της στοιχίσει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ερευνητικού κέντρου Bruegel από 3-6% αύξηση του χρέους της.

Η αύξηση αυτή θα αποτρέψει την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που η Κυβέρνησή μας επιδιώκει τώρα, με όλους τους τρόπους, θα καταστήσει δυσκολότερο το δανεισμό μας, αλλά και θα μας υποχρεώσει σε επάνοδο σε απάνθρωπη λιτότητα. Αλλά, θα υποστηρίξουν ορισμένοι, πρόκειται για θυσίες που απαιτούνται για τη δημοκρατία, η οποία καταπατήθηκε από τον Πουτιν.

Μπορεί να είναι έτσι, αλλά διερωτώμαι με τι τρόπο θα αποκατασταθεί η δημοκρατία, στην Ευρώπη, όταν οι επικεφαλής της αποφασίζουν να υποβάλουν τους λαούς τους σε ανείπωτα βασανιστήρια, χωρίς καν να τους ρωτήσουν αν συμφωνούν.

Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, πρ. πρύτανης και καθηγήτρια στο ΠΑΜΑΚ