Η επέτειος των 200 χρόνων από την έναρξη της επανάστασης του 1821 βρίσκει, δυστυχώς, την Ελλάδα σε μια από τις δραματικότερες φάσεις της ιστορικής της διαδρομής. Μετά από μία μακρά, σχετικά, περίοδο αξιόλογων επιτευγμάτων, σε όλους τους τομείς της εθνικής της υπόστασης, της κοινωνικής ανέλιξης, της προόδου των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και της οικονομικής της ανάπτυξης, η πατρίδα μας βρέθηκε στη δίνη μιας απύθμενης παρακμής.
Δεν αναφέρομαι, κυρίως και αποκλειστικά, σε αυτό καθεαυτό το έλλειμμα-χρέος, των οποίων ο σπασμωδικός τρόπος με τον οποίον σύρθηκαν και διαπομπεύθηκαν στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, και κυρίως οι αλλεπάλληλοι και σαφώς ανορθόδοξοι χειρισμοί αντιμετώπισής τους εγείρουν πολυάριθμα όσο και αναπάντητα ερωτηματικά (με τα οποία προβληματίστηκα, εκτενώς, όλα αυτά τα χρόνια, σε προφορικό και γραπτό λόγο μου, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό).
Στο σύντομο αυτό σημείωμά μου αισθάνομαι την ανάγκη να επικοινωνήσω με κάθε προβληματιζόμενο Έλληνα, εκφράζοντας την απορία μου, για το πώς και το γιατί ο ελληνικός λαός παρέμεινε σε κατάσταση, περίπου, χειμερίας νάρκης, και δεν αντέδρασε στη σωρεία των όσων απαράδεκτων του επιβάλλονται επί δέκα συνεχή χρόνια. Πως, δηλαδή, δεχθήκαμε πειθήνια να περιέλθουμε σε κατάσταση ουσιαστικής δουλείας, παρότι αυτή είχε καταργηθεί επί Σόλωνος, σε ότι αφορούσε τα χρέη.
Με την ανακοίνωση του εορτασμού των 200 ετών, από το λαμπερό και ηρωικό ’21, θεώρησα ότι, επιτέλους, μας δίνεται μια θαυμάσια ευκαιρία, κάπως ως από μηχανής Θεός, για να αφυπνιστούμε και να εμπνευστούμε, από τους αγώνες των ένδοξων προγόνων μας, για ανεξαρτησία, ελευθερία, αξιοπρέπεια και εθνική κυριαρχία. Ήταν, πράγματι, μια ανέλπιστη τύχη, η χρονική συγκυρία αυτής της μεγάλης εθνικής επετείου, με το απελπιστικό, από κάθε οπτική γωνία, ελληνικό “τώρα”.
Οι αμόρφωτοι του ’21
Αυτό το “τώρα” που, ενώ τα πάντα διακυβεύονται στον τόπο μας, αναβίωσε και φωταγώγησε ξανά τα θαυμαστά έργα των ηρώων-προγόνων μας, για να μας εμψυχώσουν και να μας κάνουν υπερήφανους, αλλά και για να μας παροτρύνουν να εγκαταλείψουμε αυτήν την πορεία ντροπής, αναζητώντας με όλους τους τρόπους τη χαμένη εθνική μας ανεξαρτησία.
Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ήρωες του ’21 ήταν αμόρφωτοι και χωρίς το λούστρο των σαλονιών και της κοινωνικής παιδείας. Ωστόσο, είχαν τη μεγαλοσύνη να θέσουν ως απόλυτη προτεραιότητα της ζωής τους την απελευθέρωση της υπόδουλης πατρίδας. Είναι, συνεπώς, αδιανόητο να αισθανόμαστε ντροπή γι’ αυτό που ήταν, ή που δεν ήταν και να τολμούμε να δηλώνουμε ότι στη γιορτή θα «αποφύγουμε την προβολή ανάλογων πτυχών του ‘21».
Θεωρώ, συνεπώς, δεδομένο ότι ο εορτασμός αυτής της επετείου των 200 ετών δεν είναι δυνατόν να έχει διαφορετικό προσανατολισμό από ένα νέο αγώνα επικαιροποίησης των ιδανικών του ’21. Πράγματι, δεν νοείται οποιοσδήποτε άλλος στόχος αυτού του εορτασμού, έξω από την καταρχήν νοερή δική μας συγγνώμη, προς εκείνους τους ήρωες του ‘21, επειδή ανεχθήκαμε την άτυχη παρένθεση των πεπραγμένων μας (ιδίως, αλλά όχι μόνο) των δέκα αυτών τελευταίων ετών.
Τα σημερινά ΟΧΙ
Εξυπακούεται βέβαια ότι μαζί με τη συγγνώμη οφείλουμε και όρκο τιμής πως εφεξής θα πάψουμε να προδίδουμε τους αγώνες του ‘21. Δηλαδή, και πιο συγκεκριμένα, ότι τα συνεχή και εξευτελιστικά ΝΑΙ-ΝΑΙ, που είπαμε και κυρίως υπογράψαμε στο διάστημα αυτών των τραγικών δέκα ετών, αυτά τα ΝΑΙ που μας βύθισαν σε οδύνη και εθνική αναξιοπρέπεια, αυτά τα ΝΑΙ, που αν δεν αντιδράσουμε αμέσως τώρα, θα μας κρατήσουν αλυσοδεμένους για πολλές ακόμη δεκαετίες, θα αγωνιστούμε για να τα μεταλλάξουμε σε βροντερά ΟΧΙ.
ΟΧΙ στο ξεπούλημα της πατρίδας μας. ΟΧΙ στην απομύζηση του εθνικού μας πλούτου, με ταυτόχρονο αποκλεισμό κάθε αναπτυξιακής μας δυνατότητας. ΟΧΙ στα δρακόντεια πρωτογενή πλεονάσματα, για τα οποία επιπλέον μας θέλουν και “ικανοποιημένους” και “υπερήφανους’», επειδή δεν θέτουμε όριο στην εξαθλίωσή μας. ΟΧΙ στην ουτοπία μιας ανάπτυξης που είναι αδύνατον να έρθει, όσο προσκυνούμε τα Μνημόνια. ΟΧΙ στην παραχώρηση εθνικών εδαφών μας. ΟΧΙ στην αποθήκευση, στο έδαφός μας, εξαθλιωμένων-κατακαημένων προσφύγων-μεταναστών, τους οποίους δημιούργησε η ΕΕ, εξαιτίας της αδυναμίας, ή της άρνησής της να εξεύρει λύση.
Είναι σίγουρα πρόωρη η όποια μορφή αντιρρήσεων και κριτικών σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές, που θα επιλεγούν, τελικώς, για τον εορτασμό αυτής της επετείου. Όμως, τα όσα ολίγα ακούστηκαν δημιουργούν ανησυχίες για τη συνέχεια. Εκκινώ, βέβαια, από την υπόθεση, ότι ο κυρίαρχος στόχος αυτού του εορτασμού οφείλει να οριστεί σε κάθε του λεπτομέρεια από την Κυβέρνηση, έτσι που ο ρόλος της επιτροπής για τον εορτασμό του ’21 να περιορίζεται στην προσπάθειά της να τον εκτελέσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Απαράδεκτα “αν”
Οι ανησυχίες μου, συνεπώς, δεν αφορούν στα μέλη της επιτροπής για την προετοιμασία της εθνικής μας γιορτής. Θα προσπαθήσω να συνοψίσω αμέσως στη συνέχεια τι πιστεύω ότι θα αποτελούσε απαράδεκτη βάση αυτής της γιορτής. Θα ήταν απαράδεκτο αν:
Πρώτον, γινόταν προσπάθεια ωραιοποίησης και συνεπώς απόκρυψης της οδυνηρής ελληνικής πραγματικότητας. Ο εφιάλτης των Μνημονίων είναι πάντοτε μαζί μας, και αν εξακολουθήσουμε να μεταμφιέζουμε το μαύρο σε άσπρο, θα παραμείνουμε στην ίδια οικτρή θέση, τουλάχιστον ως το 2060.
Δεύτερον, υποστηρίζαμε ότι «ήρθε η ανάπτυξη», όταν αυτό που βιώνουμε μετά από 8 χρόνια αρνητικής μεταβολής του ΑΕΠ, είναι ένα χλωμότατο και ανεπαρκέστατο 1.5% (και αμφίβολο αν παραμείνει μέχρι τέλους και αυτό). Όταν, ταυτόχρονα, η ιδιωτική επένδυση είναι αρνητική, η ιδιωτική κατανάλωση είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ και η χώρα μας είναι η μοναδική με αρνητική αποταμίευση, σταθερά, επί σειρά ετών. Όταν, ακόμη, εξακολουθεί ακάθεκτη η αιμορραγία των νέων μας στο εξωτερικό, που αποτελεί την κυρία αιτία φαινομενικής μείωσης της ανεργίας. Και όταν τέλος η πλειονότητα των νέο-προσληφθέντων αμείβεται με 400 ευρώ τον μήνα.
Τρίτον, σναφερόμαστε ως κατόρθωμα στο χαμηλό, όντως, επιτόκιο του εξωτερικού μας δανεισμού. Χωρίς, ωστόσο, να συμπληρώνουμε, αυτή μας την ικανοποίηση με την προσθήκη ότι σε παγκόσμια σχεδόν βάση τα επιτόκια είναι αρνητικά, δικαιολογώντας έντονη ανησυχία σχετικά με την αναβίωση της θεωρίας του Alvin Hansen περί της έλευσης του σταδίου αέναης ανάπτυξης ή περί της αναμονής μιας νέας μεγάλης κρίσης.
Το ουσιαστικό μήνυμα των εορτών
Τέταρτον, αντιμετωπίζαμε τους εταίρους μας με αισθήματα υποταγής και ευγνωμοσύνης, διότι δήθεν μας «έσωσαν», παρότι ευθαρσώς οι ίδιοι ομολόγησαν ότι «μας κατάστρεψαν για να σώσουν τις τράπεζές τους». Και όταν, ακόμη, η Γερμανία αρνείται με το έτσι θέλω να « πληρώσει τα τεράστια χρέη της προς την Ελλάδα», απαιτώντας ωστόσο με σκαιότητα τα δικά μας προς αυτήν.
Πέμπτον, δείχναμε να βασιζόμαστε στους παραδοσιακούς μας συμμάχους, όταν η βοήθειά τους εξαντλείται σε ήπιες νουθεσίες, χωρίς συνέχεια, προς τους εχθρούς μας. Και, ακόμη, ενόσω αυτοί οι γνωστοί εχθροί απειλούν σε καθημερινή βάση εδάφη και θάλασσές μας, εμείς…..πίνουμε καφέ απολαμβάνοντάς τον μαζί τους.
Έκτον, τολμούσαμε να προσδιορίσουμε το «πώς θα θέλαμε να είμαστε στο μέλλον», όταν μέλλον δεν υπάρχει για την πατρίδα μας, με τις συνθήκες που τώρα επικρατούν.
Φυσικά, τα αναξιοπρεπή “αν” δεν είναι δυνατόν να εξαντληθούν στο πλαίσιο αυτού του σύντομου σημειώματος. Τελειώνω, καταθέτοντας την πεποίθησή μου, πως δεν θα έχουν ουσιαστικό νόημα οι γιορτές και οι όποιες φανφάρες για την επέτειο τού ’21, αν όλοι εμείς δεν ενωθούμε σε μία γροθιά με την απόφαση να επικαιροποιήσουμε το πνεύμα των ηρώων του ‘21.
15 Νοεμβρίου 2019
Αγαπητή κυρία Δελιβάνη, χαίρετε,
Λέγομαι Ανδρέας Αλεξόπουλος από την Πάτρα, και είμαι ένας παλιός σας φοιτητής στο τμήμα ΟΠΕ . Έχουμε κατ’ επανάληψη συναντηθεί στην Πάτρα, από την «Συνωμοτική παγκοσμιοποίηση» και μεταγενέστερα. Διάβασα σήμερα 18/5/2020 την παρέμβασή σας στην Εστία, και θεωρώ ότι η πρότασή σας να οργανωθούν παράλληλες εκδηλώσεις συμπληρωματικές με τις εκδηλώσεις της επιτροπής, Ελλάδα 2021, είναι πολύ σωστή και θα καλύψει ένα ουσιαστικό κενό της επίσημης επιτροπής κυρίως ως προς την έκφραση της ΨΥΧΗΣ των αγωνιστών και των αφανών πολιτών . Η συνεργασία με την επίσημη εκκλησία κυρίως για επανεκδόσεις ή συγγραφή νέων κειμένων για τον ρόλο της στον αγώνα θα είναι ένα έργο που θα αναπληρώσει το κενό της σύγχρονης βιβλιογραφίας και θα βοηθήσει της μελλοντικές γενεές , όταν τα φώτα της γιορτής σβήσουν.
Με την για το ίδιο θέμα δημοσίευσα 17/5/2020 στην «Πελοπόννησο» ένα κείμενο που σας αποστέλλω:
(alexopoulosandreas@yahoo.gr)
«ΕΛΛΑΔΑ 2021»: Σχόλια για δύο βασικές αστοχίες
Tου Ανδρέα Η. Αλεξόπουλου
Συνταξιούχου δικηγόρου και καθηγητή ΤΕΙ
Τώρα που καταλάγιασε ο θόρυβος γύρω από την επιτροπή «Ελλάδα 2021», μπορούμε να προσεγγίσουμε με νηφαλιότητα και καλή διάθεση δύο βασικές αστοχίες, κατά την άποψη πολλών, που σχετίζονται με τη προετοιμασία των εορτασμών των διακοσίων ετών από την έναρξη της επανάστασης. Ο εντοπισμός ενδεχόμενων λαθών μας, ίσως βοηθήσει στο να κυριαρχήσει τελικά περισσότερη σύνεση κατά τον καταρτισμό των δράσεων, που θα πρέπει αντί να διχάζουν και να σπέρνουν ζιζάνια, να λειτουργούν ενωτικά και να αγκαλιάζουν όλους, μιας και η μεγάλη ΓΙΟΡΤΗ είναι ευκαιρία για ενότητα και αναστοχασμό της εθνικής παλιγγενεσίας.
Αρνητικά σχόλια προκάλεσαν τόσο το σήμα, ο λογότυπος της επιτροπής, όσο και οι «μη συμβατικές», αν όχι αιρετικές, απόψεις που εκφράσθηκαν από μέλος της επιτροπής για τον πρώτο κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Βεβαίως όλοι γνωρίζουμε ότι και στα ιστορικά γεγονότα υπάρχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες ή προσεγγίσεις ή απόψεις ή εκτιμήσεις. Αυτά όμως εξετάζονται , αναλύονται και συζητούνται σε συνέδρια και ιστορικά σπουδαστήρια, όπου υπάρχει δυνατότητα αντιλόγου. Κανείς σοβαρός μελετητής δεν παριστάνει την αυθεντία δίχως να είναι απόλυτα εξειδικευμένος στο θέμα και δίχως να επικαλείται πλήρως τεκμηριωμένες πηγές, ειδικά όταν αποτελεί μέλος μιας επιτροπής με περίπου θεσμική λειτουργία. Οι υπεύθυνοι του φορέα της ΕΟΡΤΗΣ δε γράφουν ιστορία, ούτε «διορθώνουν» την ιστορία! Οφείλουν να καταλάβουν ότι όταν εκφέρουν τις προσωπικές τους απόψεις για τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές της εποχής πρέπει να ομιλούν με μετριοπάθεια και σεβασμό διότι το ακροατήριο τους είναι ευρύτατο και πολύ προσεκτικό με τα λεγόμενα, τους λόγω του ρόλου και του κύρους της επιτροπής στην οποία μετέχουν. Ας μην καταχρώνται το βήμα που τους δίδεται για να αναπτύσσουν τις δικές τους «αδιαμφισβήτητες», προσωπικές απόψεις και χαρακτηρισμούς .
Ξεκινώ από την συμβολική παραδοχή, που ενσυνείδητα ή ασυνείδητα το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων δέχεται, ότι οι δύο βασικές ρίζες της Ελλάδας είναι η Αθηναϊκή Δημοκρατία και το Χριστιανικό Βυζάντιο ή όπως έλεγε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος «ο Παρθενώνας και η Αγιασοφιά» .
Επί του προκειμένου :
1. Το σήμα – λογότυπος της επιτροπής, ενώ μας παραπέμπει σε κυματίζουσα Ελληνική σημαία, δεν περιλαμβάνει τον Σταυρό . Είναι ευρύτατα γνωστό ότι όλες οι σημαίες του αγώνα (καραβοκύρηδων, οπλαρχηγών, καπεταναίων στεριάς κ.λ.π.) καθώς και η σημαία του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους έφεραν και φέρουν τον Σταυρό. Η δε σημαία του Ρήγα έφερε «εν ρόπαλον του Ηρακλέους με τρείς σταυρούς επάνω»[1].
Πέραν του γνωστού γεγονότος, ότι σε όλα τα «προσωρινά πολιτεύματα» και τα Συντάγματα της Ελλάδας υπάρχει ως προμετωπίδα η επίκληση του ονόματος της Αγίας Τριάδος και ορίζεται ως επικρατούσα θρησκεία ο Χριστιανισμός , Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ του ΕΛΛΗΝΟΣ ΠΟΛΙΤΟΥ εγίνετο με σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο την θρησκευτική του πίστη. Ούτω:
α) Στις 20/12/1821, συνερχόμενοι οι αιματοβαμμένοι πρόγονοί μας, στην Πιάδα παρά την Επίδαυρο, στην Α’ Εθνική Συνέλευση συσκέπτονται ποιοί εκ των κατοίκων των ελευθερουμένων εδαφών θα πολιτογραφηθούν Ελληνες, και αποφαίνονται: «Όσοι ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ πιστεύουσιν εις ΧΡΙΣΤΟΝ , εισίν ΕΛΛΗΝΕΣ και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων»[2]. Έτσι λοιπόν και οι Σλάβοι που στην Πελοπόννησο ήταν περίπου 20% του πληθυσμού σε αρκετές περιοχές, οι υπάρχοντες ευάριθμοι Αλβανοί και οι άλλων εθνικοτήτων Χριστιανοί όπως αναλυτικώς καταγράφονται στατιστικά από την Βενετοκρατία γίνονται άμεσα Έλληνες πολίτες [3].
Στη Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος την 29/3/1823 πέραν των ανωτέρω «Ελληνες εισίν και όσοι έξωθεν ελθόντες και την Ελληνικήν φωνήν πάτριον έχοντες, και εις Χριστόν πιστεύοντες ζητήσωσι την πολιτογράφησίν των …»[4].
Επίσης στη Γ΄ Εθνική Συνέλευση πέραν των ανωτέρω «Έλληνες είναι και όσοι από τους υπό τον Οθωμανικόν ζυγόν πιστεύοντες εις ΧΡΙΣΤΟΝ, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν δια να συναγωνισθώσιν ή να κατοικήσωσιν εις αυτήν»[5].
Καθίσταται συνεπώς αδιαμφισβήτητο πως το σημαντικότερο στοιχείο για να πολιτογραφηθεί κάποιος ως Έλληνας κατά την επαναστατική περίοδο αλλά και την πρώτη περίοδο της ανεξαρτησίας ήταν η Χριστιανική του ιδιότητα.
β) Αργότερα οι μεγάλες δυνάμεις ζήτησαν επισήμως από τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, να τους ενημερώσει «πόσος ήτο ο αριθμός εκατέρωθεν των Ελλήνων και των Μουσουλμάνων, πρίν του έτους 1821 εις καθ’ έν των τμημάτων της ξηράς και των νήσων της Ελλάδος… και πόσος ο αριθμός και ποία η αναλογία αυτών είς αυτά τα τμήματα κατά την διακυβέρνησίν του ….. και ποία η απασχόλησή των ». Εις την απάντηση της η Κυβέρνηση δίδει πίνακες με ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ (θεωρώντας τους όλους Έλληνες) και ΤΟΥΡΚΟΥΣ (θεωρώντας ακόμη και τους αλλαξοπιστήσαντες Έλληνες, Τούρκους)[6].
2. Σχετικά με τον απαράδεκτο χαρακτηρισμό του Καποδίστρια ως «δικτάτορα» , ο οποίος ευτυχώς «σχεδόν ανακλήθηκε» με νέες δηλώσεις – διευκρινήσεις του μέλους της επιτροπής που τον χρησιμοποίησε, θεωρώ ότι ο χαρακτηρισμός είναι/ ήταν τελείως αδόκιμος και παντελώς άδικος για έναν άνθρωπο που την πολιτική του φιλοσοφία για την οργάνωση ενός κράτους υπό ομαλές συνθήκες τη βλέπουμε να αποτυπώνεται στον καταστατικό χάρτη της Ελβετίας που «κατά βάση» ισχύει και σήμερα. Επιπλέον δε τούτου και διότι:
Ι. «Η εν Τροιζήνι Γ’ Εθνική Συνέλευσις ΕΔΕΧΘΗ την 27ην Μαρτίου 1827 συμφώνως προς την γνώμην του Λόρδου Κόχραν να συσταθή κυβέρνησις επί της βάσεως του νόμου της Επιδαύρου… Η δε νομοτελεστική δύναμις να παραδοθεί εις έναν και μόνον» η αιτιολογία ήτο ότι τούτο επιβάλλουν «αι δειναί της πατρίδος περιστάσεις»… Ο Ιμπραήμ ήταν ακόμη στην Πελοπόννησο και η επανάσταση τρεμόσβηνε. Μετά από αυτό απεδέχθει η Συνέλευσις πρότασιν όπως «εκλεχθή Κυβερνήτης της Ελλάδος ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας . Ο Καποδίστριας αποδέχθηκε τον ορισμό του και έφτασε στην Ελλάδα μετά από εννέα περίπου μήνες τον Ιανουάριο του 1828 [7]. Συνεπώς ο Καποδίστριας κυβέρνησε σύμφωνα με την απόφαση της Γ’ Εθνικής Συνέλευσης.
ΙΙ. Για να καταλάβουμε το πολιτικό κλίμα της εποχής, ας θυμηθούμε από τις παρακαταθήκες του πρωτομάρτυρα της εθνεγερσίας Ρήγα Βελεστινλή, ένα προφητικό τετράστιχο από τον Θούριο: «Συμβούλους προκομμένους με πατριωτισμόν να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν. / Ο νόμος να είναι πρώτος και μόνος οδηγός / και της πατρίδος ΕΝΑΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΡΧΗΓΟΣ» [8].
ΙΙΙ. Προς ελάφρυνση του κλίματος, ο απαράδεκτος χαρακτηρισμός του μέλους της επιτροπής για τον Καποδίστρια, νομίζω ότι έχει την ιδία εγκυρότητα με το χαρακτηρισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου ως δικτάτορα λόγω του ότι ανέλαβε την εξουσία μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα ή ότι η Κυβέρνηση της Ν.Δ. «είναι χούντα» λόγω των περιορισμών που επέβαλλε στην κίνηση των πολιτών προς αποφυγή επεκτάσεως της πανδημίας.
Η απάντηση της Επιτροπής εορτασμού των 200 χρόνων σε όσους έχουν διαφορετική άποψη με το Σολωμικό «Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ότι είναι αληθές» εμφορείται από οίηση και ασέβεια για έναν πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Βεβαίως το «’Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές». Όμως το τι είναι αληθές θα προκύψει από επιστημονική βάσανο στη οποία λόγο έχουν οι άριστοι των ΕΙΔΙΚΩΝ επιστημόνων και όχι η «αυθαίρετη» άποψη ενός ανθρώπου που «ακούγεται» επειδή βρίσκεται πρόσκαιρα σε κάποια ιδιαίτερη θέση. Ούτε λοιπόν η καταστροφή της Σμύρνης και η σφαγή των Σμυρνιών οφείλεται σε συνωστισμό, ούτε και ο Καποδίστριας ήταν δικτάτορας. Ευχή και ελπίδα των περισσοτέρων Ελλήνων είναι το πρόγραμμα εκδηλώσεων που προετοιμάζει η «Επιτροπή Ελλάδα 2021» να μας ενώσει, να μας κάνει υπερήφανους για το παρελθόν και έτοιμους να διακριθούμε και να κατακτήσουμε το μέλλον.
[1] Τα Συντάγματα της Ελλάδος. Επιμέλεια Ηλ. Κυριακόπουλου 1960, Αθήναι Εθνικό Τυπογραφείον. Σελ. 27
[2] ο.α. σελ. 33 & β
[3] Πληθυσμοί και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος εως 18 αιώνα. Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Ιστορικό αρχείο της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος 1987
[4] Τα Συντάγματα της Ελλάδος σελ. 47
[5] ο.α. σελ 61 αρ. 6 παρ. 2
[6] Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας τόμος Α σελ103. Των Γιώργη Κατσούλη, Μάριου Νικολινάκου και Βασίλη Φίλια.
[7] Τα Συντάγματα της Ελλάδος σελ. 60
[8] ο.α. σελ 5