Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, δημοσιεύτηκε στο Newsbreak,03.04.2023
Ολοένα και πιο ακατανόητα είναι τα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας, σε καθημερινή βάση, και που διανθίζονται στη συνέχεια από ατέρμονες συζητήσεις, χωρίς περιεχόμενο. Ως πρόσφατο παράδειγμα του παρανοϊκού μας περιβάλλοντος θα αναφερθώ στις διενέξεις Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, σχετικά με το φράχτη του Έβρου.
Διαφωνούν και αλληλοκατηγορούνται, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ στην πραγματικότητα συμφωνούν, απολύτως, στο ότι ο φράχτης όχι, απλώς, είναι περιττός, αλλά και η ύπαρξή του δυσαρεστεί και προβληματίζει την ΕΕ., και αυτό είναι κακό.
Να υπενθυμίσω, λοιπόν, ότι η ΝΔ με τα πιο επίσημα χείλη που διαθέτει μια δημοκρατική χώρα, αυτά δηλαδή της ΠτΔ δήλωσε με σαφήνεια, και αποκλείοντας κάθε δυνατότητα παρερμηνείας, ότι το πρόβλημα καθίζησης του πληθυσμού μας θα λυθεί, με την ενσωμάτωση των μεταναστών. Εξάλλου, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι η ΠτΔ επιβεβαίωσε και τις πεποιθήσεις, στο συγκεκριμένο αυτό θέμα, του κ. Πρωθυπουργού ο οποίος, επ’ευκαιρία κάποιας εθνική μας παρέλασης εξέφρασε τη βαθιά του συγκίνηση για την πολυπολιτισμικότητα, όπως αυτή ξεχειλίζει με το κράτημα της ελληνικής σημαίας από αλλοδαπό. Συνεπώς, με βάση αυτές τις «υψηλές» προτιμήσεις, γίνεται σαφές ότι όσο πιο γρήγορα φτάσουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, τόσο το καλύτερο. Και , άρα, ο φράχτης ουδεμία θέση και δικαιολογία έχει, εφόσον απλώς δυσχεραίνει το ζητούμενο.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, εξάλλου, τα πράγματα είναι ακόμη πιο απλά, διότι ουδέποτε απέκρυψε την προτίμησή του για ανοιχτά σύνορα και για, περίπου απεριόριστη, αποδοχή μεταναστών.
Να τονιστεί, επιπλέον, ότι και οι προθέσεις της ΕΕ, αναφορικά με την Ελλάδα είναι απολύτως ξεκάθαρες εφόσον, ανάμεσα και σε άλλα, η πατρίδα μας χρησιμοποιείται ως χώρα, στην οποία έχει ανατεθεί σημαντικό τμήμα επίλυσης του μεταναστευτικού προβλήματος στην Ευρώπη. Και τούτο, διότι ή ούτως ή άλλως, ο λαός της έχει φτωχοποιηθεί και εξαθλιωθεί, στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών, από την πολιτική της ΕΕ αφαίμαξης του Νότου χάριν του Βορρά, αλλά και από την παντελώς απαθή στάση της, απέναντι στο έγκλημα των Μνημονίων. Οι κυβερνήσεις μας δεν αντέδρασαν ακόμη και όταν έγινε γνωστό πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι «η Ελλάδα θυσιάστηκε για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες». Αλλά, και παρά τα συνεχή μας αδιέξοδα, οι κυβερνήσεις μας δεν τόλμησαν να απαιτήσουν (επιτέλους) την πληρωμή των γερμανικών χρεών κατοχής. Αντ’ αυτών προτίμησαν να καταβάλουν τα πολύ χαμηλότερα δικά μας χρέη, υποβάλλοντας έτσι το λαό σε ανείπωτα μαρτύρια,
Βέβαια, η γερμανοκρατούμενη ΕΕ, ουδέποτε θα μπορούσε να επιβάλλει ταφόπλακες, την μία μετά την άλλη, στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι «την σώζει», αν δεν αντιμετώπιζε την απύθμενη υποτέλεια των κυβερνήσεων και την προθυμία τους να υπηρετούν πειθήνια, τους καταδικαστικούς όρους, που περιλαμβάνονται στα Μνημόνια. Να προσθέσω στο σημείο αυτό μια σημαντική λεπτομέρεια που δεν πρέπει να λησμονείται, και που αναφέρεται στις προσπάθειες της Γαλλίας, για μετριασμό των ελληνικών μαρτυρίων . Πράγματι, στις ατελεύτητες συνεδριάσεις, σχετικά με τη λήψη μέτρων για το χαμό της Ελλάδας, η μοναδική χώρα που έπαιρνε το μέρος μας, με αυταπόδεικτα βέβαια επιχειρήματα, ήταν η Γαλλία. Υποστήριζε, δηλαδή, το πασιφανές, ότι για να μπορέσει η Ελλάδα να ξεπληρώσει το χρέος της είναι απαραίτητο να της εξασφαλιστούν συνθήκες ανάπτυξης. Ωστόσο, η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση (όπως αποκαλύπτουν τα απομνημονεύματα του Μπαράκ Ομπάμα στο κεφάλαιο για τη χώρα μας) δεν γινόταν αποδεκτή από τον κ. Σόιμπλε.
Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο, αλλά και εξαιρετικά θλιβερό το ότι ακόμη και σε παραμονές βουλευτικών εκλογών, οι πολιτικοί μας δεν αισθάνονται την ανάγκη μιας ρήξης με το εφιαλτικό παρελθόν του τόπου μας, και μιας, επιτέλους, έναρξης ουσιαστικής συζήτησης και προβληματισμού με το λαό, για το που πηγαίνει ο τόπος και τι μέσα και περιθώρια διάσωσής τους υπάρχουν ακόμη. Αλλά, αντιθέτως, εξαντλούνται σε ανούσιες συζητήσεις περί φράχτη και άλλων τινών.